Anonymous

ἑρσήεις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρσήεις:''' Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, [[δροσερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για [[πτώμα]], [[νέος]], [[πρόσφατος]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἑρσήεις:''' Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, [[δροσερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για [[πτώμα]], [[νέος]], [[πρόσφατος]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρσήεις:''' и [[ἐερσήεις]], ήεσσα, ῆεν, gen. εντος<br /><b class="num">1)</b> покрытый росой, росистый ([[λωτός]] Hom.; [[κύπειρος]] HH; [[λειμών]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ [[πρόσφατος]] χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).
}}
}}