ὀροφή: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀροφή]])<br />η εσωτερική [[επάνω]] [[επιφάνεια]] ενός χώρου, το εσωτερικό [[επιστέγασμα]] ενός δωματίου, το [[ταβάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγη]] ενός οικήματος, ενός κτηρίου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> <b>(αεροπ.)</b> το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου<br /><b>4.</b> (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη [[απόσταση]] της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό [[τουλάχιστον]] του ουράνιου θόλου από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή του εδάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]] της κυψέλης τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> συριακή ονομασί φυτού, αλλ. [[κροκοδιλιάς]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀροφαί</i><br />τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[ἐρέφω]]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀροφή]])<br />η εσωτερική [[επάνω]] [[επιφάνεια]] ενός χώρου, το εσωτερικό [[επιστέγασμα]] ενός δωματίου, το [[ταβάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[στέγη]] ενός οικήματος, ενός κτηρίου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> <b>(αεροπ.)</b> το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου<br /><b>4.</b> (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη [[απόσταση]] της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό [[τουλάχιστον]] του ουράνιου θόλου από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή του εδάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]] της κυψέλης τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> συριακή ονομασί φυτού, αλλ. [[κροκοδιλιάς]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀροφαί</i><br />τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[ἐρέφω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀροφή:''' ἡ ([[ἐρέφω]]), [[στέγη]] ενός σπιτιού ή [[ταβάνι]] ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}