βαθύθριξ: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύθριξ]] (-τριχος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακριές και πυκνές [[τρίχες]].
|mltxt=[[βαθύθριξ]] (-τριχος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακριές και πυκνές [[τρίχες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[μακριά]] ή [[πυκνά]] μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}