3,277,759
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰθύθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[μακριά]] ή [[πυκνά]] μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''βᾰθύθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[μακριά]] ή [[πυκνά]] μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαθύθριξ:''' τριχος adj. глубокорунный (μῆλα HH). | |||
}} | }} |