βαθύθριξ

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαθύθριξ Medium diacritics: βαθύθριξ Low diacritics: βαθύθριξ Capitals: ΒΑΘΥΘΡΙΞ
Transliteration A: bathýthrix Transliteration B: bathythrix Transliteration C: vathythriks Beta Code: baqu/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with thick, long mane, Opp. C. 1.314; of sheep, with thick or long wool, h.Ap. 412.

Spanish (DGE)

(βᾰθύθριξ) -τρῐχος
de larga vedija μῆλα h.Ap.412, δειρή de un caballo, Opp.C.314.

German (Pape)

[Seite 424] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
1 aux cheveux touffus;
2 à l'épaisse toison.
Étymologie: βαθύς, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύθριξ: τριχος adj. глубокорунный (μῆλα HH).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.

Greek Monolingual

βαθύθριξ (-τριχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες.

Greek Monotonic

βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν μακριά ή πυκνά μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

of sheep, with thick wool, Hhymn.