3,274,123
edits
(24) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM μᾱλλον, Α ιων. τ. [[μάλιον]], δωρ. τ. μαλλότερον)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» — περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.)<br /><b>2.</b> προτιμότερο, καλύτερα, [[κάλλιο]] («οὐ πώποτ' ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «επί [[μάλλον]] καί [[μάλλον]]» — [[κατά]] ανιούσα [[κλίμακα]], όλο και πιο πολύ, διαρκώς και περισσότερο<br />β) «[[μάλλον]] δε» ή «ή [[μάλλον]]»<br />(με επανορθωτική σημ.) ή καλύτερα, για να πω καλύτερα (α. «μέ άκουσε ή [[μάλλον]] πρόσεξε καλά αυτά που [[είπα]]» β. «ἀλλὰ καὶ τούτων πολλοί, μᾱλλον δὲ πάντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάπως]], σε κάποιο βαθμό («το [[νερό]] της θάλασσας [[είναι]] [[μάλλον]] [[κρύο]] [[σήμερα]]»)<br /><b>2.</b> πολλές φορές με θετικό βαθμό επιθέτου για [[δήλωση]] συγκριτικού βαθμού («[[μάλλον]] [[δυστυχής]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το [[μάλλον]] ή ήττον» — [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[πάνω]]-[[κάτω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[πιθανώς]] («[[μάλλον]] θα τά καταφέρει».)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά, [[σφόδρα]] («φίλει δὲ με [[κηρόθι]] μᾱλλον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παντὸς μᾱλλον» — βεβαιότατα<br />β) «οὐδὲν μᾱλλον» — [[καθόλου]] περισσότερο<br />γ) «τὸ μᾱλλον καὶ ἧττον» — [[σχήμα]] συλλογισμού το οποίο [[σήμερα]] καλείται «το [[κατά]] ισχυρότερο λόγο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[μάλα]]. | |mltxt=(AM μᾱλλον, Α ιων. τ. [[μάλιον]], δωρ. τ. μαλλότερον)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» — περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.)<br /><b>2.</b> προτιμότερο, καλύτερα, [[κάλλιο]] («οὐ πώποτ' ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «επί [[μάλλον]] καί [[μάλλον]]» — [[κατά]] ανιούσα [[κλίμακα]], όλο και πιο πολύ, διαρκώς και περισσότερο<br />β) «[[μάλλον]] δε» ή «ή [[μάλλον]]»<br />(με επανορθωτική σημ.) ή καλύτερα, για να πω καλύτερα (α. «μέ άκουσε ή [[μάλλον]] πρόσεξε καλά αυτά που [[είπα]]» β. «ἀλλὰ καὶ τούτων πολλοί, μᾱλλον δὲ πάντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάπως]], σε κάποιο βαθμό («το [[νερό]] της θάλασσας [[είναι]] [[μάλλον]] [[κρύο]] [[σήμερα]]»)<br /><b>2.</b> πολλές φορές με θετικό βαθμό επιθέτου για [[δήλωση]] συγκριτικού βαθμού («[[μάλλον]] [[δυστυχής]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το [[μάλλον]] ή ήττον» — [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[πάνω]]-[[κάτω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[πιθανώς]] («[[μάλλον]] θα τά καταφέρει».)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά, [[σφόδρα]] («φίλει δὲ με [[κηρόθι]] μᾱλλον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παντὸς μᾱλλον» — βεβαιότατα<br />β) «οὐδὲν μᾱλλον» — [[καθόλου]] περισσότερο<br />γ) «τὸ μᾱλλον καὶ ἧττον» — [[σχήμα]] συλλογισμού το οποίο [[σήμερα]] καλείται «το [[κατά]] ισχυρότερο λόγο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[μάλα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾶλλον:''' επίρρ., συγκρ. του [[μάλα]]· βλ. [[μάλα]] II. | |||
}} | }} |