3,277,121
edits
(41) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τέλειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[τελεία]] Ν, και [[τέλεος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φθάσει στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει καμία [[έλλειψη]], που δεν παρουσιάζει κανένα [[μειονέκτημα]] ή [[ελάττωμα]], [[πλήρης]], [[άρτιος]], [[ολοκληρωμένος]], [[εντελής]] (α. «τέλειο [[έργο]]» β. «[[τέλειος]] [[άνθρωπος]]» γ. «τέλεια [[παράσταση]]» δ. «ἔσεσθε οὖν ὑμεῑς τέλειοι [[ὥσπερ]] ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῑς οὐρανοῑς τέλειός ἐστιν», ΚΔ<br />ε. «[[τέλειος]] [[σοφιστής]]», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «[[Ζεὺς]] [[τέλειος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τελεία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τέλειο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[τελειότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[άθροισμα]] τών διαιρετών του, όπως λ.χ. 28 = 1 <span style="color: red;">+</span> 2 <span style="color: red;">+</span> 4 <span style="color: red;">+</span> 7 <span style="color: red;">+</span> 14<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άριστος]], [[βέλτιστος]], [[ιδανικός]], [[ιδεώδης]], [[πρότυπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [[αέριο]]»<br /><b>φυσ.</b> το ιδανικό [[αέριο]] (<b>βλ.</b> [[ιδανικός]])<br />β) «τέλειο ρευστό»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[ρευστός]]<br />γ) «τέλειο [[σύνολο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] το οποίο συμπίπτει με το [[σύνολο]] τών οριακών του σημείων<br />δ) «τέλειο [[τετράγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[αριθμός]] που [[είναι]] γινόμενο δύο παραγόντων<br />ε) «τέλεια [[συμφωνία]]»<br /><b>μουσ.</b> οι μελωδικές διαδοχικές ή αρμονικές συνηχήσεις της πρώτης, ογδόης, τετάρτης και πέμπτης<br />στ) «[[τέλειος]] [[χρόνος]]»<br /><b>μουσ.</b> το συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] [[ήχος]] μπορεί να ακουστεί [[ολοκληρωμένος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τέλειοι</i><br />αυτοί που έχουν βαφτιστεί χριστιανοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συμπληρωμένος, [[σωστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ηλικίας του, ώριμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα τών θυσιών) [[αρτιμελής]] («ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θυσία]]) [[πλήρης]], σύμφωνη με όλους τους κανόνες του τελετουργικού<br /><b>3.</b> (για οιωνό) αυτός που παρέχει πλήρη [[βεβαιότητα]] για [[εκπλήρωση]]<br /><b>4.</b> (για συλλογισμό) αυτός που ανήκει στο α' [[είδος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ατελείς, [[δηλαδή]] αυτούς που ανήκουν στα άλλα είδη<br /><b>5.</b> ο παντρεμένος<br /><b>6.</b> (για νόσο, [[πάθος]] ή [[κακό]]) [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]]<br /><b>7.</b> (για [[εικόνα]] ή ανδριάντα) αυτός που έχει [[φυσικό]] [[μέγεθος]]<br /><b>8.</b> (για ευχές, δεήσεις <b>κ.ά.</b>) αυτός που έχει εκπληρωθεί<br /><b>9.</b> [[έσχατος]], [[τελειωτικός]] («τελειωτάτη [[ἀφάνισις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (για θεό) αυτός που εισακούει τις δεήσεις, που εκπληρώνει τις προσευχές<br /><b>11.</b> (για άνδρα) [[προστάτης]], [[αρχηγός]] της οικογένειας<br /><b>12.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Τέλεος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Επίδαυρο<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τέλειον</i><br />περσικό βασιλικό [[συμπόσιο]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τελεία]] [[ψῆφος]]» — οριστική [[απόφαση]] (<b>Αισχύλ.</b>, <b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[τέλειος]] [[ἡμέρα]]» — η τελευταία [[μέρα]] (<b>Σοφ.</b>, Προκ.)<br />γ) «[[τέλειος]] [[κρατήρ]]» — ο [[τελευταίος]] [[κρατήρας]] που προσφερόταν στον Δία Σωτήρα (<b>Ευρ.</b>, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελείως]] ΝΜΑ, και [[τελέως]] Α<br />εντελώς, πλήρως<br /><b>αρχ.</b><br />επιτέλους, τελοσπάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τέλειος]] (<br /><i>τελεσ</i>-<i>yο</i>-<i>ς</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>τελεσ</i>- του σιγμόληκτου ουδ. [[τέλος]] με [[επίθημα]] -<i>yo</i>- και σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος –<i>σy</i> και [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[μυῖα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>ya</i>). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[τέλειος]] απαντά και ο τ. [[τέλεος]] (<b>πρβλ.</b> [[κήδειος]] / [[κήδεος]]: [[κῆδος]]). Ανάλογη φωνολογική [[εναλλαγή]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[τελείω]]: [[τελέω]] / τελῶ (για τη σημ. του επιθ. [[τέλειος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέλος]])]. | |mltxt=-α, -ο / [[τέλειος]], -εία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[τελεία]] Ν, και [[τέλεος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φθάσει στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει καμία [[έλλειψη]], που δεν παρουσιάζει κανένα [[μειονέκτημα]] ή [[ελάττωμα]], [[πλήρης]], [[άρτιος]], [[ολοκληρωμένος]], [[εντελής]] (α. «τέλειο [[έργο]]» β. «[[τέλειος]] [[άνθρωπος]]» γ. «τέλεια [[παράσταση]]» δ. «ἔσεσθε οὖν ὑμεῑς τέλειοι [[ὥσπερ]] ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῑς οὐρανοῑς τέλειός ἐστιν», ΚΔ<br />ε. «[[τέλειος]] [[σοφιστής]]», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «[[Ζεὺς]] [[τέλειος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τελεία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τέλειο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[τελειότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[άθροισμα]] τών διαιρετών του, όπως λ.χ. 28 = 1 <span style="color: red;">+</span> 2 <span style="color: red;">+</span> 4 <span style="color: red;">+</span> 7 <span style="color: red;">+</span> 14<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άριστος]], [[βέλτιστος]], [[ιδανικός]], [[ιδεώδης]], [[πρότυπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [[αέριο]]»<br /><b>φυσ.</b> το ιδανικό [[αέριο]] (<b>βλ.</b> [[ιδανικός]])<br />β) «τέλειο ρευστό»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[ρευστός]]<br />γ) «τέλειο [[σύνολο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] το οποίο συμπίπτει με το [[σύνολο]] τών οριακών του σημείων<br />δ) «τέλειο [[τετράγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[αριθμός]] που [[είναι]] γινόμενο δύο παραγόντων<br />ε) «τέλεια [[συμφωνία]]»<br /><b>μουσ.</b> οι μελωδικές διαδοχικές ή αρμονικές συνηχήσεις της πρώτης, ογδόης, τετάρτης και πέμπτης<br />στ) «[[τέλειος]] [[χρόνος]]»<br /><b>μουσ.</b> το συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] [[ήχος]] μπορεί να ακουστεί [[ολοκληρωμένος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τέλειοι</i><br />αυτοί που έχουν βαφτιστεί χριστιανοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συμπληρωμένος, [[σωστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ηλικίας του, ώριμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα τών θυσιών) [[αρτιμελής]] («ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θυσία]]) [[πλήρης]], σύμφωνη με όλους τους κανόνες του τελετουργικού<br /><b>3.</b> (για οιωνό) αυτός που παρέχει πλήρη [[βεβαιότητα]] για [[εκπλήρωση]]<br /><b>4.</b> (για συλλογισμό) αυτός που ανήκει στο α' [[είδος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ατελείς, [[δηλαδή]] αυτούς που ανήκουν στα άλλα είδη<br /><b>5.</b> ο παντρεμένος<br /><b>6.</b> (για νόσο, [[πάθος]] ή [[κακό]]) [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]]<br /><b>7.</b> (για [[εικόνα]] ή ανδριάντα) αυτός που έχει [[φυσικό]] [[μέγεθος]]<br /><b>8.</b> (για ευχές, δεήσεις <b>κ.ά.</b>) αυτός που έχει εκπληρωθεί<br /><b>9.</b> [[έσχατος]], [[τελειωτικός]] («τελειωτάτη [[ἀφάνισις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (για θεό) αυτός που εισακούει τις δεήσεις, που εκπληρώνει τις προσευχές<br /><b>11.</b> (για άνδρα) [[προστάτης]], [[αρχηγός]] της οικογένειας<br /><b>12.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Τέλεος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Επίδαυρο<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τέλειον</i><br />περσικό βασιλικό [[συμπόσιο]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τελεία]] [[ψῆφος]]» — οριστική [[απόφαση]] (<b>Αισχύλ.</b>, <b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[τέλειος]] [[ἡμέρα]]» — η τελευταία [[μέρα]] (<b>Σοφ.</b>, Προκ.)<br />γ) «[[τέλειος]] [[κρατήρ]]» — ο [[τελευταίος]] [[κρατήρας]] που προσφερόταν στον Δία Σωτήρα (<b>Ευρ.</b>, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελείως]] ΝΜΑ, και [[τελέως]] Α<br />εντελώς, πλήρως<br /><b>αρχ.</b><br />επιτέλους, τελοσπάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[τέλειος]] (<br /><i>τελεσ</i>-<i>yο</i>-<i>ς</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>τελεσ</i>- του σιγμόληκτου ουδ. [[τέλος]] με [[επίθημα]] -<i>yo</i>- και σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος –<i>σy</i> και [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[μυῖα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>ya</i>). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[τέλειος]] απαντά και ο τ. [[τέλεος]] (<b>πρβλ.</b> [[κήδειος]] / [[κήδεος]]: [[κῆδος]]). Ανάλογη φωνολογική [[εναλλαγή]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[τελείω]]: [[τελέω]] / τελῶ (για τη σημ. του επιθ. [[τέλειος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέλος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τέλειος:''' και [[τέλεος]], -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει φτάσει το [[τέλος]] του, [[τέλειος]], [[πλήρης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[χωρίς]] [[σημάδι]] ή [[κηλίδα]], στο ίδ.· τὰ τέλεα [[τῶν]] προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, <i>ἱερὰ τέλεια</i>, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με [[κάθε]] προσήκουσα [[ιεροτελεστία]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν</i>, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό [[πτηνό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλήρης]], [[καλά]] καταρτισμένος, [[τέλειος]] στο είδος του, [[χωρίς]] καμία [[έλλειψη]] στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, [[φάρμακον]] τελειώτατον, στον ίδ.· [[τελεία]] [[ἀρετή]], [[φιλία]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., [[τετελεσμένος]], εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ὄψις]] οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει [[τίποτα]], σε Ηρόδ.· [[τελεία]] [[ψῆφος]], ορισμένη [[απόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αριθμητική, <i>τέλειοι</i> είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το [[άθροισμα]] των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, <i>Ζεὺςτέλειος</i>, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, [[ζυγία]], Λατ. [[Juno]] [[pronuba]], η [[προστάτιδα]] [[θεά]] του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], Λατ. [[paterfamilias]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]], [[πατέρας]] της οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τέλειον</i> (όχι <i>τέλεον</i>), <i>τό</i>, βασιλικό [[συμπόσιο]], ως [[μετάφραση]] του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ. [[τελέως]], τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελείως]], απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> το ουδ. <i>τέλεον</i> χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.<br /><b class="num">VI.</b> Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα <i>τελεώτερος</i> ή <i>τελειότερος</i>, <i>τελειότατος</i>, [[χάριν]] μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο [[τύπος]] <i>τελεώτερος</i>, <i>τελεώτατος</i>. | |||
}} | }} |