3,270,629
edits
(38) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. στήλλη και δωρ. τ. [[στάλα]] και αιολ. τ. [[στάλλα]] Α<br /><b>1.</b> (γενικά) [[μεγάλη]] σε [[μέγεθος]] [[επιμήκης]] [[πέτρα]] ή λίθινη [[πλάκα]] τοποθετημένη κατακόρυφα για [[σήμανση]], ως [[μνημείο]] ή για διακοσμητικούς σκοπούς<br /><b>2.</b> (ειδικά) μαρμάρινη [[επιμήκης]] [[πλάκα]], δουλεμένη καλλιτεχνικά, [[πάνω]] στην οποία, [[ιδίως]] [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], αναγραφόταν το όνομα νεκρού (α. «επιτύμβια [[στήλη]]» β. «τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) λίθινη, και σπανιότερα ξύλινη ή χάλκινη, [[επιμήκης]] και ορθογώνια [[πλάκα]], στημένη σε [[δημόσιο]] χώρο, [[πάνω]] στην οποία αναγράφονταν εξιστορήσεις μαχών, αφιερώσεις, ευχαριστίες, συνθήκες, ψηφίσματα, νόμοι, αποφάσεις ή τα ονόματα τών καταδικασμένων σε διάφορες δίκες («τάς... ξυνθήκας... ἀναγράψας ἐν [[στήλη]] λιθίνῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντικείμενο]] σε κατακόρυφη και ακίνητη [[στάση]] (α. «[[στήλη]] πάγου» β. «καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῡ εἰς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ ἐγένετο [[στήλη]] ἁλός», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Ηράκλειαι στήλαι» — <b>βλ.</b> [[ηράκλειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], [[στοίβα]] (α. «[[στήλη]] βιβλίων» β. «[[στήλη]] τούβλων»)<br /><b>2.</b> <b>(καταχρ.)</b> [[στύλος]], [[κίονας]], [[κολόνα]] («οι στήλες του Ολυμπίου [[Διός]]»)<br /><b>3.</b> <b>(τυπογρ.)</b> α) καθένα από τα τμήματα στα οποία διαιρείται κατακόρυφα το [[περιεχόμενο]] σελίδας εντύπου και [[ιδίως]] εφημερίδας ή περιοδικού με ή [[χωρίς]] γραμμές<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[τμήμα]] φύλλου εφημερίδας ή περιοδικού προορισμένο για ειδικά θέματα (α. «[[στήλη]] χρονογραφήματος» β. «οικονομική [[στήλη]]»)<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχηματισμός]] πολεμικών πλοίων τοποθετημένων σε μια [[γραμμή]] και σε ίσες [[μεταξύ]] τους αποστάσεις<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> η κεντρική [[περιοχή]] τών βλαστών και τών ριζών τών τραχεοφύτων η οποία έχει [[μορφή]] κυλίνδρου και περιλαμβάνει τον αγωγό ιστό και το [[περικύκλιο]], αλλ. [[κεντρικός]] [[κύλινδρος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αναθηματικές στήλες»<br /><b>αρχαιολ.</b> στήλες ανάθεσης με ανάγλυφες συνθέσεις που σχετίζονταν με τον [[τόπο]] της ανάθεσης ή με τον σκοπό του αναθέτη<br />β) «ψηφισματικές στήλες»<br /><b>αρχαιολ.</b> στήλες που έφεραν την [[αναγραφή]] ενός ψηφίσματος της πόλης με σκοπό το τελευταίο να γίνει γνωστό ή να τεθεί υπό το [[κύρος]] και την [[προστασία]] τών θεών, ανάλογα με τον [[τόπο]] όπου τίς έστηναν<br />γ) «τιμητικές ψηφισματικές στήλες»<br /><b>αρχαιολ.</b> ψηφισματικές στήλες που δήλωναν την [[απόδοση]] τιμών σε κάποιον πολίτη<br />δ) «σπονδυλική [[στήλη]]» — <b>βλ.</b> [[σπονδυλικός]]<br />ε) «ηλεκτρική [[στήλη]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[πολλά]] ηλεκτρικά στοιχεία συνδεδεμένα [[κατά]] [[σειρά]], με σκοπό την [[άθροιση]] της ηλεκτρεγερτικής τους δύναμης<br />στ) «ατομική [[στήλη]]»<br />(πυρην. φυσ.) παλαιότερη [[ονομασία]] για τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ το 1942 και ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] κατασκευάστηκε από στρώματα γραφίτη που εναλλάσσονταν με στρώματα μίγματος γραφίτη και ουρανίου<br />ζ) «[[στήλη]] ιστού»<br /><b>ναυτ.</b> το κατώτερο [[τμήμα]] του ιστού τών πλοίων το οποίο στηριζόμενο στην [[τρόπιδα]] με την [[ιστοδόκη]] διαπερνά, κατακόρυφα, ή και με [[ελαφρά]] [[κλίση]], τα καταστρώματα και υψώνεται σε αρκετό ύψος [[πάνω]] από το ανώτερο [[κατάστρωμα]] [[μέχρι]] το [[θωράκιο]], όπου και συνδέεται με το [[επιστήλιο]]<br />η) «[[χρωματογραφία]] στήλης»<br />(στην αναλυτική [[χημεία]]) [[μέθοδος]] διαχωρισμού μιγμάτων η οποία βασίζεται στον διαφορετικό βαθμό ρόφησης και εκρόφησης τών συστατικών του μίγματος από ένα κατάλληλο ροφητικό [[μέσον]]<br />θ) «[[στήλη]] άλατος»<br /><b>μτφ.</b> [[ακίνητος]], [[κατάπληκτος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανδριάντας]], [[άγαλμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> όγκος, [[μέγεθος]] («στήλην κακίας τοῡ δεινοῡ Ἡρώδου πάντες ἐκμυκτηρίσαντες», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ογκόλιθος]] που χρησίμευε ως [[στήριγμα]] ή [[αντηρίδα]] τοίχου<br /><b>2.</b> [[ογκόλιθος]] από κρυσταλλικό υλικό στο οποίο οι Αιγύπτιοι, [[αφού]] του προσέδιδαν [[κοίλο]] [[σχήμα]], έθαβαν τους νεκρούς που είχαν ταριχεύσει<br /><b>3.</b> [[λίθος]] ή και [[ξύλο]] μεγάλων διαστάσεων που χρησίμευε ως [[βάθρο]], [[βάση]]<br /><b>4.</b> [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]] γραμμένο σε κατακόρυφη [[πλάκα]] («κατὰ τὰς στήλας ἃς [[οὗτος]] ἀνέγραψε»<br />Λυσ.)<br /><b>5.</b> λίθινη [[πλάκα]] τριγωνικού [[συνήθως]] σχήματος την οποία τοποθετούσαν ή εντείχιζαν σε υποθηκευμένα ακίνητα<br /><b>6.</b> ανάλογο [[αντικείμενο]] χρήσιμο ως [[οροθέσιο]], [[ορόσημο]] («οἱ κατὰ ταῡτα οἰκοῡντες στήλας ὁρισάμενοι τὰ καθ' αὑτοὺς ἐκπίπτοντα ἕκαστοι λῄζονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> καθένα από τα τέρματα σταδίου ή ιπποδρόμου («ἁρματηλοῡντα δεῑ [[ἐγγὺς]] μὲν τῆς στήλης κάμψαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «στῆλαι Διονύσου»<br />(ως γεωγρ. όν.) όρη στην Ινδία με τα οποία σημειώνονται τα όρια περιηγήσεως του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στήλη]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στăλ</i>- της ρίζας του ρ. [[στέλλω]] (<b>πρβλ.</b> <i>στάλ</i>-<i>σις</i>, <i>στάλ</i>-<i>ιξ</i>) με [[επίθημα]] -<i>νᾱ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποι</i>-<i>νή</i>). Ο αττ. τ. [[στήλη]] και ο δωρ. <i>στᾱλᾱ</i> προήλθαν, [[επομένως]], από τ. <i>στăλ</i>-<i>να</i> με σίγηση του -νκαι [[αντέκταση]], ενώ στον αιολ. τ. <i>στάλλᾱ</i> σημειώθηκε [[αφομοίωση]] του έρρινου -νπρος το [[υγρό]] -<i>λ</i>-. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[στήλη]] προήλθε από τ. <i>στα</i>-<i>σλᾱ</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> λατ. <i>scala</i> <span style="color: red;"><</span> <i>scand</i>-<i>s</i>-<i>la</i>) και ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]] δεν θεωρείται [[εξίσου]] πιθανή. Η λ., [[τέλος]], αντιστοιχεί με το αρχ. άνω γερμ. <i>stollo</i> «[[στήριγμα]], [[στύλος]]» (<b>πρβλ.</b> νεώτ. γερμ. <i>Stollen</i> «[[στοά]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στηλίδα]](-<i>ίς</i>), [[στηλίδιο]](<i>ν</i>), [[στηλίτης]], [[στηλώ]](-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στηλίον]], [[στηλύδριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[στηλοειδής]], [[στηλοκόπας]], [[στηλοκοπώ]], [[στηλούχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στηλογραφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στηλοβάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στηλόκρανο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άστηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίστηλος]], [[εξάστηλος]], [[μονόστηλος]], [[οκτάστηλος]], [[ολιγόστηλος]], [[πολύστηλος]], [[τετράστηλος]], [[τρίστηλος]]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. στήλλη και δωρ. τ. [[στάλα]] και αιολ. τ. [[στάλλα]] Α<br /><b>1.</b> (γενικά) [[μεγάλη]] σε [[μέγεθος]] [[επιμήκης]] [[πέτρα]] ή λίθινη [[πλάκα]] τοποθετημένη κατακόρυφα για [[σήμανση]], ως [[μνημείο]] ή για διακοσμητικούς σκοπούς<br /><b>2.</b> (ειδικά) μαρμάρινη [[επιμήκης]] [[πλάκα]], δουλεμένη καλλιτεχνικά, [[πάνω]] στην οποία, [[ιδίως]] [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], αναγραφόταν το όνομα νεκρού (α. «επιτύμβια [[στήλη]]» β. «τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) λίθινη, και σπανιότερα ξύλινη ή χάλκινη, [[επιμήκης]] και ορθογώνια [[πλάκα]], στημένη σε [[δημόσιο]] χώρο, [[πάνω]] στην οποία αναγράφονταν εξιστορήσεις μαχών, αφιερώσεις, ευχαριστίες, συνθήκες, ψηφίσματα, νόμοι, αποφάσεις ή τα ονόματα τών καταδικασμένων σε διάφορες δίκες («τάς... ξυνθήκας... ἀναγράψας ἐν [[στήλη]] λιθίνῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντικείμενο]] σε κατακόρυφη και ακίνητη [[στάση]] (α. «[[στήλη]] πάγου» β. «καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῡ εἰς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ ἐγένετο [[στήλη]] ἁλός», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Ηράκλειαι στήλαι» — <b>βλ.</b> [[ηράκλειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], [[στοίβα]] (α. «[[στήλη]] βιβλίων» β. «[[στήλη]] τούβλων»)<br /><b>2.</b> <b>(καταχρ.)</b> [[στύλος]], [[κίονας]], [[κολόνα]] («οι στήλες του Ολυμπίου [[Διός]]»)<br /><b>3.</b> <b>(τυπογρ.)</b> α) καθένα από τα τμήματα στα οποία διαιρείται κατακόρυφα το [[περιεχόμενο]] σελίδας εντύπου και [[ιδίως]] εφημερίδας ή περιοδικού με ή [[χωρίς]] γραμμές<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[τμήμα]] φύλλου εφημερίδας ή περιοδικού προορισμένο για ειδικά θέματα (α. «[[στήλη]] χρονογραφήματος» β. «οικονομική [[στήλη]]»)<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχηματισμός]] πολεμικών πλοίων τοποθετημένων σε μια [[γραμμή]] και σε ίσες [[μεταξύ]] τους αποστάσεις<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> η κεντρική [[περιοχή]] τών βλαστών και τών ριζών τών τραχεοφύτων η οποία έχει [[μορφή]] κυλίνδρου και περιλαμβάνει τον αγωγό ιστό και το [[περικύκλιο]], αλλ. [[κεντρικός]] [[κύλινδρος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αναθηματικές στήλες»<br /><b>αρχαιολ.</b> στήλες ανάθεσης με ανάγλυφες συνθέσεις που σχετίζονταν με τον [[τόπο]] της ανάθεσης ή με τον σκοπό του αναθέτη<br />β) «ψηφισματικές στήλες»<br /><b>αρχαιολ.</b> στήλες που έφεραν την [[αναγραφή]] ενός ψηφίσματος της πόλης με σκοπό το τελευταίο να γίνει γνωστό ή να τεθεί υπό το [[κύρος]] και την [[προστασία]] τών θεών, ανάλογα με τον [[τόπο]] όπου τίς έστηναν<br />γ) «τιμητικές ψηφισματικές στήλες»<br /><b>αρχαιολ.</b> ψηφισματικές στήλες που δήλωναν την [[απόδοση]] τιμών σε κάποιον πολίτη<br />δ) «σπονδυλική [[στήλη]]» — <b>βλ.</b> [[σπονδυλικός]]<br />ε) «ηλεκτρική [[στήλη]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[πολλά]] ηλεκτρικά στοιχεία συνδεδεμένα [[κατά]] [[σειρά]], με σκοπό την [[άθροιση]] της ηλεκτρεγερτικής τους δύναμης<br />στ) «ατομική [[στήλη]]»<br />(πυρην. φυσ.) παλαιότερη [[ονομασία]] για τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ το 1942 και ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] κατασκευάστηκε από στρώματα γραφίτη που εναλλάσσονταν με στρώματα μίγματος γραφίτη και ουρανίου<br />ζ) «[[στήλη]] ιστού»<br /><b>ναυτ.</b> το κατώτερο [[τμήμα]] του ιστού τών πλοίων το οποίο στηριζόμενο στην [[τρόπιδα]] με την [[ιστοδόκη]] διαπερνά, κατακόρυφα, ή και με [[ελαφρά]] [[κλίση]], τα καταστρώματα και υψώνεται σε αρκετό ύψος [[πάνω]] από το ανώτερο [[κατάστρωμα]] [[μέχρι]] το [[θωράκιο]], όπου και συνδέεται με το [[επιστήλιο]]<br />η) «[[χρωματογραφία]] στήλης»<br />(στην αναλυτική [[χημεία]]) [[μέθοδος]] διαχωρισμού μιγμάτων η οποία βασίζεται στον διαφορετικό βαθμό ρόφησης και εκρόφησης τών συστατικών του μίγματος από ένα κατάλληλο ροφητικό [[μέσον]]<br />θ) «[[στήλη]] άλατος»<br /><b>μτφ.</b> [[ακίνητος]], [[κατάπληκτος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανδριάντας]], [[άγαλμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> όγκος, [[μέγεθος]] («στήλην κακίας τοῡ δεινοῡ Ἡρώδου πάντες ἐκμυκτηρίσαντες», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ογκόλιθος]] που χρησίμευε ως [[στήριγμα]] ή [[αντηρίδα]] τοίχου<br /><b>2.</b> [[ογκόλιθος]] από κρυσταλλικό υλικό στο οποίο οι Αιγύπτιοι, [[αφού]] του προσέδιδαν [[κοίλο]] [[σχήμα]], έθαβαν τους νεκρούς που είχαν ταριχεύσει<br /><b>3.</b> [[λίθος]] ή και [[ξύλο]] μεγάλων διαστάσεων που χρησίμευε ως [[βάθρο]], [[βάση]]<br /><b>4.</b> [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]] γραμμένο σε κατακόρυφη [[πλάκα]] («κατὰ τὰς στήλας ἃς [[οὗτος]] ἀνέγραψε»<br />Λυσ.)<br /><b>5.</b> λίθινη [[πλάκα]] τριγωνικού [[συνήθως]] σχήματος την οποία τοποθετούσαν ή εντείχιζαν σε υποθηκευμένα ακίνητα<br /><b>6.</b> ανάλογο [[αντικείμενο]] χρήσιμο ως [[οροθέσιο]], [[ορόσημο]] («οἱ κατὰ ταῡτα οἰκοῡντες στήλας ὁρισάμενοι τὰ καθ' αὑτοὺς ἐκπίπτοντα ἕκαστοι λῄζονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> καθένα από τα τέρματα σταδίου ή ιπποδρόμου («ἁρματηλοῡντα δεῑ [[ἐγγὺς]] μὲν τῆς στήλης κάμψαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «στῆλαι Διονύσου»<br />(ως γεωγρ. όν.) όρη στην Ινδία με τα οποία σημειώνονται τα όρια περιηγήσεως του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στήλη]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στăλ</i>- της ρίζας του ρ. [[στέλλω]] (<b>πρβλ.</b> <i>στάλ</i>-<i>σις</i>, <i>στάλ</i>-<i>ιξ</i>) με [[επίθημα]] -<i>νᾱ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποι</i>-<i>νή</i>). Ο αττ. τ. [[στήλη]] και ο δωρ. <i>στᾱλᾱ</i> προήλθαν, [[επομένως]], από τ. <i>στăλ</i>-<i>να</i> με σίγηση του -νκαι [[αντέκταση]], ενώ στον αιολ. τ. <i>στάλλᾱ</i> σημειώθηκε [[αφομοίωση]] του έρρινου -νπρος το [[υγρό]] -<i>λ</i>-. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[στήλη]] προήλθε από τ. <i>στα</i>-<i>σλᾱ</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> λατ. <i>scala</i> <span style="color: red;"><</span> <i>scand</i>-<i>s</i>-<i>la</i>) και ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]] δεν θεωρείται [[εξίσου]] πιθανή. Η λ., [[τέλος]], αντιστοιχεί με το αρχ. άνω γερμ. <i>stollo</i> «[[στήριγμα]], [[στύλος]]» (<b>πρβλ.</b> νεώτ. γερμ. <i>Stollen</i> «[[στοά]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στηλίδα]](-<i>ίς</i>), [[στηλίδιο]](<i>ν</i>), [[στηλίτης]], [[στηλώ]](-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στηλίον]], [[στηλύδριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[στηλοειδής]], [[στηλοκόπας]], [[στηλοκοπώ]], [[στηλούχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στηλογραφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στηλοβάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στηλόκρανο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άστηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίστηλος]], [[εξάστηλος]], [[μονόστηλος]], [[οκτάστηλος]], [[ολιγόστηλος]], [[πολύστηλος]], [[τετράστηλος]], [[τρίστηλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στήλη:''' Δωρ. [[στάλα]], <i>ἡ</i> ([[στέλλω]];),<br /><b class="num">I.</b> [[ογκώδης]] [[λίθος]], [[ογκόλιθος]] που χρησιμεύει ως [[στήριγμα]] ή [[αντέρεισμα]] τοίχου, [[αντιτείχισμα]], [[αντιστήριγμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· όγκος από βραχώδη [[κρύσταλλο]], μέσα στο οποίο οι Αιγύπτιοι έθαβαν τις μούμιες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ογκόλιθος]] ή λίθινη [[πλάκα]] που έφερε [[επιγραφή]]· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[επιτύμβιος]] [[λίθος]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[ογκόλιθος]] ή λίθινη [[πλάκα]] που έφερε επιγραφές, όπου καταγράφονταν πολεμικές νίκες, αναθήματα, συνθήκες, ψηφίσματα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.· <i>γράφειν τινὰ εἰς στήλην</i>, <i>ἀναγράφειν ἐν στήλῃ</i>, [[είτε]] για να αποδώσει [[τιμή]] [[είτε]] για να επιφέρει [[ατίμωση]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, το αναγραφόμενο [[γεγονός]] καθ' εαυτό, [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]]· <i>κατὰ τὴν στήλην</i>, σύμφωνα με όσα προβλέπει η [[συμφωνία]], σε Αριστοφ.· <i>στῆλαι αἱ πρὸς Θηβαίους</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[στύλος]] που καθιστά εμφανές το όριο, το [[σύνορο]], σε Ξεν.· [[λίθος]] που βρισκόταν στο [[τέλος]] του σταδίου, [[εκεί]] όπου οι δρομείς έπρεπε να στρίψουν, Λατ. [[meta]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> για το <i>Στῆλαι Ἡρακλήϊαι</i>, βλ. [[Ἡράκλειος]]. | |||
}} | }} |