φύξιον: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[φύξιος]].
|btext=ου (τό) :<br />v. [[φύξιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύξιον:''' τὸ όπως <i>φύξιμον</i>, [[μέρος]] για [[καταφύγιο]], σε Πλούτ.
}}
}}