Anonymous

φύξιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύξιον''': τό, ὡς τὸ φύξιμον, [[τόπος]] καταφυγῆς, [[καταφύγιον]], ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: [[φύξιον]] τοῖς οἰκέταις.
|lstext='''φύξιον''': τό, ὡς τὸ φύξιμον, [[τόπος]] καταφυγῆς, [[καταφύγιον]], ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: [[φύξιον]] τοῖς οἰκέταις.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[φύξιος]].
}}
}}