εὔσκοπος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔσκοπος]] και έΰσκοπος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει καλά, ο [[οξυδερκής]], ο [[άγρυπνος]] («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔσκοπος]] και ἐΰσκοπος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Απόλλωνα) αυτός που σκοπεύει καλά, ο [[καλός]] [[σκοπευτής]]<br /><b>2.</b> (για [[τόξο]]) αυτό που χτυπάει τον στόχο του, που ευστοχεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσκόπως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευστοχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκοπός]] «[[στόχος]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔσκοπος]] και έΰσκοπος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει καλά, ο [[οξυδερκής]], ο [[άγρυπνος]] («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔσκοπος]] και ἐΰσκοπος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Απόλλωνα) αυτός που σκοπεύει καλά, ο [[καλός]] [[σκοπευτής]]<br /><b>2.</b> (για [[τόξο]]) αυτό που χτυπάει τον στόχο του, που ευστοχεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσκόπως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευστοχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκοπός]] «[[στόχος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔσκοπος:''' Επικ. ἐΰ-σκ-, -ον ([[σκοπέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, [[οξυδερκής]], [[άγρυπνος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αντικρίζεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] ή απαιτεί εκτεταμένη [[θέα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ([[σκοπός]]) αυτός που πλήττει καίρια, λέγεται για αλάνθαστο [[χτύπημα]], σε Χρήσμ. [[παρά]] Ηροδ., Αισχύλ.
}}
}}