Anonymous

εὔσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰσκοπος]];<br />ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui voit de loin <i>ou</i> au loin;<br /><b>2</b> qui vise bien, qui atteint le but;<br /><b>II.</b> bien en vue, visible;<br /><i>Sp.</i> εὐσκοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκοπέω]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰσκοπος]];<br />ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui voit de loin <i>ou</i> au loin;<br /><b>2</b> qui vise bien, qui atteint le but;<br /><b>II.</b> bien en vue, visible;<br /><i>Sp.</i> εὐσκοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκοπέω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔσκοπος]] και έΰσκοπος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει καλά, ο [[οξυδερκής]], ο [[άγρυπνος]] («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από [[μεγάλη]] [[απόσταση]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔσκοπος]] και ἐΰσκοπος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Απόλλωνα) αυτός που σκοπεύει καλά, ο [[καλός]] [[σκοπευτής]]<br /><b>2.</b> (για [[τόξο]]) αυτό που χτυπάει τον στόχο του, που ευστοχεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσκόπως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευστοχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκοπός]] «[[στόχος]]»].
}}
}}