ζευγηλάτης: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br /><b>βλ.</b> [[ζευγολάτης]].
|mltxt=ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br /><b>βλ.</b> [[ζευγολάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζευγηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί [[ζεύγος]] βοδιών για να οργώσει τη γη, [[ζευγολάτης]], σε Ξεν.
}}
}}