3,274,447
edits
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br /><b>βλ.</b> [[ζευγολάτης]]. | |mltxt=ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br /><b>βλ.</b> [[ζευγολάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζευγηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί [[ζεύγος]] βοδιών για να οργώσει τη γη, [[ζευγολάτης]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |