δαιμόνιος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[δαιμόνιος]], -α, -ον, Α και [[δαιμόνιος]], -η, -ον και [[δαιμόνιος]], -ον) [[δαίμων]]<br />Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) [[έξοχος]], [[υπέροχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υπερφυσικός]], [[θεϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην επική [[γλώσσα]]) η κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i> εκφράζει [[έκπληξη]], θαυμασμό, οίκτο ή χρησιμοποιείται ως θωπευτική [[προσφώνηση]] («δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]»<br />Αχ, καημένε, θα σε καταστρέψει η [[ορμή]] σου»)<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[δαιμόνιο]], το (AM [[δαιμόνιον]])<br /><b>1.</b> ακάθαρτο, πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> ο Διάβολος, ο Σατανάς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εισάγω]] καινά δαιμόνια» ή «καινὰ δαιμόνια [[εἰσφέρω]]» — [[προβάλλω]] εντελώς [[νέες]], ανορθόδοξες απόψεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετική [[ικανότητα]], [[ιδιοφυΐα]] («πολιτικό [[δαιμόνιο]]», «καλλιτεχνικό [[δαιμόνιο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[παιδί]]) ζωηρό και ενοχλητικό, [[ζιζάνιο]]<br /><b>3.</b> δαιμονική [[επίδραση]] («η [[κόρη]] τα [[μεσάνυχτα]] [[δαιμόνιο]] τήνε πιάνει)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τον έπιασαν τα δαιμόνια» — [[είναι]] υπερβολικά οργισμένος, μανιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θεία]] [[δύναμη]], το θείον<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]]<br />(«τὰ τοῡ δαιμονίου» — οι εύνοιες τῆς μοίρας)<br /><b>3.</b> ο όρος που χρησιμοποιούσε ο [[Σωκράτης]] για να ορίσει το [[πνεύμα]] που κυριαρχούσε [[μέσα]] του<br />III. <b>επίρρ.</b> [[δαιμονίως]] και δαιμόνια (AM [[δαιμονίως]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[δαιμόνιο]] τρόπο, ευφυέστατα<br /><b>μσν.</b><br />[[παράφορα]]<br /><b>αρχ.</b><br />παράδοξα και υπερφυσικά, με [[θεία]] [[επέμβαση]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[δαιμόνιος]], -α, -ον, Α και [[δαιμόνιος]], -η, -ον και [[δαιμόνιος]], -ον) [[δαίμων]]<br />Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) [[έξοχος]], [[υπέροχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υπερφυσικός]], [[θεϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην επική [[γλώσσα]]) η κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i> εκφράζει [[έκπληξη]], θαυμασμό, οίκτο ή χρησιμοποιείται ως θωπευτική [[προσφώνηση]] («δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]»<br />Αχ, καημένε, θα σε καταστρέψει η [[ορμή]] σου»)<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[δαιμόνιο]], το (AM [[δαιμόνιον]])<br /><b>1.</b> ακάθαρτο, πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> ο Διάβολος, ο Σατανάς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εισάγω]] καινά δαιμόνια» ή «καινὰ δαιμόνια [[εἰσφέρω]]» — [[προβάλλω]] εντελώς [[νέες]], ανορθόδοξες απόψεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετική [[ικανότητα]], [[ιδιοφυΐα]] («πολιτικό [[δαιμόνιο]]», «καλλιτεχνικό [[δαιμόνιο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[παιδί]]) ζωηρό και ενοχλητικό, [[ζιζάνιο]]<br /><b>3.</b> δαιμονική [[επίδραση]] («η [[κόρη]] τα [[μεσάνυχτα]] [[δαιμόνιο]] τήνε πιάνει)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τον έπιασαν τα δαιμόνια» — [[είναι]] υπερβολικά οργισμένος, μανιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θεία]] [[δύναμη]], το θείον<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]]<br />(«τὰ τοῡ δαιμονίου» — οι εύνοιες τῆς μοίρας)<br /><b>3.</b> ο όρος που χρησιμοποιούσε ο [[Σωκράτης]] για να ορίσει το [[πνεύμα]] που κυριαρχούσε [[μέσα]] του<br />III. <b>επίρρ.</b> [[δαιμονίως]] και δαιμόνια (AM [[δαιμονίως]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[δαιμόνιο]] τρόπο, ευφυέστατα<br /><b>μσν.</b><br />[[παράφορα]]<br /><b>αρχ.</b><br />παράδοξα και υπερφυσικά, με [[θεία]] [[επέμβαση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιμόνιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει έναν <i>δαίμονα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κλητ. <i>δαιμόνιε</i>, <i>δαιμονίη</i>, [[κυρίως]] με την [[έννοια]] της επίκρισης, «κακόμοιρε!», «ἄθλιε!», «μπα, [[κυρία]]!», σε Ομήρ. Ιλ.· σπανιότερα, με την [[έννοια]] του θαυμασμού, «θαυμάσιε, [[καλέ]] άνθρωπε!», στο ίδ., σε Ησίοδ.· επίσης με την [[έννοια]] του οίκτου, «δυστυχή!»· ομοίως στον Ηρόδ., δαιμόνιε [[ἀνδρῶν]]· επίσης με ειρων. [[σημασία]], «[[καλέ]] μου φίλε!» «[[καλέ]] μου κύριε!»· ὦ δαιμόνι' [[ἀνδρῶν]], <i>ὦ δαιμόνι'</i>, <i>ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε προέρχεται από [[θεότητα]], [[θεόσταλτος]], [[θεϊκός]], [[θαυματουργός]], [[θεσπέσιος]], [[ουράνιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[εἰ μή]] τι [[δαιμόνιον]] εἴη, αν δεν υπήρχε θεϊκή [[παρέμβαση]], σε Ξεν.· <i>τὰ δαιμόνια</i>, αυτά που έρχονται από τον Θεό, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θεϊκός]], [[εξαίρετος]], [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[σπάνιος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, με θεϊκή [[δύναμη]], θεϊκά, θαυμάσια, υπέροχα, σε Αριστοφ.· επίσης ουδ. πληθ. <i>δαιμόνια</i>, στον ίδ., σε Ξεν.· <i>δαιμονιώτατα</i>, εμφανέστατα από το [[χέρι]] των θεών, στον ίδ.
}}
}}