τέρμα: Difference between revisions

1,911 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το τελικό [[σημείο]] ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει [[κανείς]] ή περατώνεται [[κάτι]], [[τέλος]], [[πέρας]] (α. «[[τέρμα]] οδού» β. «[[τέρμα]] του καλοκαιριού» γ. «[[οἶσθα]] γὰρ εὖ [[περί]] τέρμαθ' ἑλισσέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[τέρμα]] κελεύθου διαμειψάμενος», <b>Αισχύλ.</b><br />ε. «πήποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῑλαι», Αισχύλ)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]], [[λήξη]] (α. «το [[τέρμα]] της συνεδρίασης» β. «πλούτου δ' οὐδὲν [[τέρμα]] πεφασμένον ἀνθρώποισι», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] ή η [[γραμμή]] που δείχνει την [[κατάληξη]] ενός αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[τέρμα]] του βίου» και «βιότου [[τέρμα]]» — τα [[βαθιά]] [[γεράματα]] ή το [[τέλος]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο [[ποδόσφαιρο]], στην [[υδατοσφαίριση]] και στη [[χειροσφαίριση]]) η [[εστία]] μιας ομάδας, που ορίζεται από δοκάρια και δίχτια και την οποία [[πρέπει]] να παραβιάσει ο [[αντίπαλος]] ρίχνοντας την [[μπάλα]] για να σημειώσει [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πέρασμα]] της μπάλας [[πέρα]] από τη [[γραμμή]] της εστίας, [[γκολ]] («σημείωσε [[πέντε]] τέρματα»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]] [[σταθμός]] συγκοινωνιακής γραμμής<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τελικός]] [[σκοπός]], [[κατάληξη]] δράσης ή ενέργειας («το [[τέρμα]] τών προσπαθειών του»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θέτω]] [ή [[βάζω]]] [[τέρμα]] στη ζωή μου» — [[αυτοκτονώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[τέρμα]]<br />επιτέλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) α) ([[κατά]] την [[αρματοδρομία]]) το [[σημείο]] στο οποίο έπρεπε να κάνουν [[καμπή]] και να στρίψουν τα άρματα [[προς]] τα αριστερά, [[καμπτήρας]], [[νύσσα]]<br />β) το [[σημάδι]] με το οποίο καθόριζαν ώς πού έφθανε ο [[δίσκος]] που έριχνε [[ένας]] [[αθλητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το ανώτερο [[σημείο]] το οποίο μπορεί να φτάσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[αποκορύφωμα]] (α. «[[τέρμα]] ἀέθλων» — το [[βραβείο]], <b>Πίνδ.</b><br />β. «τέρματα νίκης», Αρχέστρ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) η [[τελειότητα]] («[[τέρμα]] τέχνης», Παρρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]]<br />β) η ανώτατη [[εξουσία]] («τέρματα Κορίνθου ἔχω» — [[είμαι]] [[ηγεμόνας]] της Κορίνθου, <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τέρματι» — επιτέλους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ὑγείας [[τέρμα]]» — η [[υγεία]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «ἀγχόνης τέρματα» — [[θάνατος]] με απαγχονισμό (<b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «θανάτου [[τέρμα]]» — ο [[θάνατος]], <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[τέρμα]] της σωτηρίας» — η [[σωτηρία]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τέρμα]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[περνώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]], [[τέρθρο]]), με την [[κατάληξη]] -<i>μα</i> τών ουδέτερων ουσιαστικών και συνδέεται με τα λατ. <i>termen</i>, -<i>inis</i> και <i>termo</i>, -<i>ō</i><i>nis</i> (<b>πρβλ.</b> [[τέρμων]]), [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. ρ. <i>tarati</i>, <i>tirati</i> «[[περνώ]] [[απέναντι]]». Στο ουδ. [[τέρμα]] αντιστοιχεί το αρσ. [[τέρμων]], -<i>ονος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μνῆμα]]: [[μνήμων]]). Στις λ. [[τέρμα]], [[τέρμων]] και [[τέρθρον]] η [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[περνώ]]» χρησιμοποιείται με τη σημ. του [[διαπερνώ]], [[φθάνω]] ώς το [[τέλος]]].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το τελικό [[σημείο]] ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει [[κανείς]] ή περατώνεται [[κάτι]], [[τέλος]], [[πέρας]] (α. «[[τέρμα]] οδού» β. «[[τέρμα]] του καλοκαιριού» γ. «[[οἶσθα]] γὰρ εὖ [[περί]] τέρμαθ' ἑλισσέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[τέρμα]] κελεύθου διαμειψάμενος», <b>Αισχύλ.</b><br />ε. «πήποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῑλαι», Αισχύλ)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]], [[λήξη]] (α. «το [[τέρμα]] της συνεδρίασης» β. «πλούτου δ' οὐδὲν [[τέρμα]] πεφασμένον ἀνθρώποισι», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] ή η [[γραμμή]] που δείχνει την [[κατάληξη]] ενός αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[τέρμα]] του βίου» και «βιότου [[τέρμα]]» — τα [[βαθιά]] [[γεράματα]] ή το [[τέλος]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο [[ποδόσφαιρο]], στην [[υδατοσφαίριση]] και στη [[χειροσφαίριση]]) η [[εστία]] μιας ομάδας, που ορίζεται από δοκάρια και δίχτια και την οποία [[πρέπει]] να παραβιάσει ο [[αντίπαλος]] ρίχνοντας την [[μπάλα]] για να σημειώσει [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πέρασμα]] της μπάλας [[πέρα]] από τη [[γραμμή]] της εστίας, [[γκολ]] («σημείωσε [[πέντε]] τέρματα»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]] [[σταθμός]] συγκοινωνιακής γραμμής<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τελικός]] [[σκοπός]], [[κατάληξη]] δράσης ή ενέργειας («το [[τέρμα]] τών προσπαθειών του»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θέτω]] [ή [[βάζω]]] [[τέρμα]] στη ζωή μου» — [[αυτοκτονώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[τέρμα]]<br />επιτέλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) α) ([[κατά]] την [[αρματοδρομία]]) το [[σημείο]] στο οποίο έπρεπε να κάνουν [[καμπή]] και να στρίψουν τα άρματα [[προς]] τα αριστερά, [[καμπτήρας]], [[νύσσα]]<br />β) το [[σημάδι]] με το οποίο καθόριζαν ώς πού έφθανε ο [[δίσκος]] που έριχνε [[ένας]] [[αθλητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το ανώτερο [[σημείο]] το οποίο μπορεί να φτάσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[αποκορύφωμα]] (α. «[[τέρμα]] ἀέθλων» — το [[βραβείο]], <b>Πίνδ.</b><br />β. «τέρματα νίκης», Αρχέστρ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) η [[τελειότητα]] («[[τέρμα]] τέχνης», Παρρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]]<br />β) η ανώτατη [[εξουσία]] («τέρματα Κορίνθου ἔχω» — [[είμαι]] [[ηγεμόνας]] της Κορίνθου, <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τέρματι» — επιτέλους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ὑγείας [[τέρμα]]» — η [[υγεία]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «ἀγχόνης τέρματα» — [[θάνατος]] με απαγχονισμό (<b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «θανάτου [[τέρμα]]» — ο [[θάνατος]], <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[τέρμα]] της σωτηρίας» — η [[σωτηρία]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τέρμα]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[περνώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]], [[τέρθρο]]), με την [[κατάληξη]] -<i>μα</i> τών ουδέτερων ουσιαστικών και συνδέεται με τα λατ. <i>termen</i>, -<i>inis</i> και <i>termo</i>, -<i>ō</i><i>nis</i> (<b>πρβλ.</b> [[τέρμων]]), [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. ρ. <i>tarati</i>, <i>tirati</i> «[[περνώ]] [[απέναντι]]». Στο ουδ. [[τέρμα]] αντιστοιχεί το αρσ. [[τέρμων]], -<i>ονος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μνῆμα]]: [[μνήμων]]). Στις λ. [[τέρμα]], [[τέρμων]] και [[τέρθρον]] η [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[περνώ]]» χρησιμοποιείται με τη σημ. του [[διαπερνώ]], [[φθάνω]] ώς το [[τέλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέρμα:''' -ατος, τό, [[τέλος]], όριο, Λατ. [[terminus]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημείο]], [[άκρο]] γύρω από το οποίο έπρεπε τα άρματα να στρίβουν στους αγώνες, Λατ. [[meta]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δρόμου τέρματα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σημάδι]] που τοποθετούνταν για να [[δείξει]] πόσο [[μακριά]] είχε ριφθεί ο [[δίσκος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τέλος]], [[αποτέλεσμα]], [[γεγονός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[τέλος]], όριο, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., [[σύνορα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], πρὸς [[τέρμα]] [[εἶναι]], ἐπὶ τέρμ' [[ἀφικέσθαι]], έχοντας φτάσει στο όριο, έχοντας συναντήσει το [[τέρμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[τέρμα]] βίου, [[τέλος]] ζωής, [[θάνατος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· <i>ἐπὶ τέρματι</i>, στο [[τέλος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> η [[άκρη]] ή το ψηλότερο [[σημείο]], <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· <i>πρὸς τέρμασιν ὥρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> περιφραστ., [[τέρμα]] ὑγιείας = ὑγιεία, σε Αισχύλ.· [[τέρμα]] τῆς σωτηρίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> ύψιστη [[εξουσία]], [[ηγεμονία]], [[τέρμα]] Κορίνθου ἔχειν, είμαι [[βασιλιάς]] της Κορίνθου, σε Σιμων.· <i>θεοὶἁπάντων τέρμ' ἔχοντες</i>, σε Ευρ.
}}
}}