ὀλιγότης: Difference between revisions

5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ.
}}
}}