Anonymous

ὀλιγότης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι [[πλῆθος]] ἀντίκειται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).
}}
}}