ἀπερίληπτος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπερίληπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όρια, [[απεριόριστος]]<br /><b>2.</b> [[ακατάληπτος]], [[ακατανόητος]]<br /><b>3.</b> [[αόριστος]].
|mltxt=[[ἀπερίληπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όρια, [[απεριόριστος]]<br /><b>2.</b> [[ακατάληπτος]], [[ακατανόητος]]<br /><b>3.</b> [[αόριστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίληπτος:''' -ον ([[περιλαμβάνω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμό, [[απεριόριστος]], σε Πλούτ.
}}
}}