ἀπερίληπτος
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ἀπερίληπτον, (περιλαμβάνω) uncircumscribed, ἐξουσία ἀπερίληπτος = absolute power, Plu.Pomp.25; indeterminate, Theol.Ar.58; not to be embraced or not to be comprehended, λόγῳ Ph.2.24; ἐπιστήμῃ Iamb.VP29.159: abs., τῷ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6, cf. Procl.Inst.150; incomprehensible, Iamb.Myst.1.7, Dam.Pr.7; ἀπερίληπτοι κατὰ τὸν ἀριθμὸν κόσμοι Gal.8.159, cf. A.D.Synt.5.14; indefinite (opp. infinite) οὐχ ἁπλῶς ἄπειροι ἀλλὰ μόνον ἀπερίληπτοι Epicur.Ep.1p.8U., cf.Placit. 1.3.8, Corn.ND9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1neutr. subst. ilimitado τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον Plu.Pomp.25, τὸ ἀπερίληπτον τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6.
2 indeterminado παράδειγμα Theol.Arith.58.
II 1indefinible, incomprensible ἰδέαι ... ἀ. λόγῳ Ph.2.24, τὰ σωματικὰ ... ἄπειρά τε ὄντα καὶ ἐπιστήμῃ ἀπερίληπτα Iambl.VP 159
•abs. τὸ ἄπειρον Procl.Inst.93, cf. 150, Iambl.Myst.1.7, Dam.Pr.7, de Dios y la naturaleza divina, Origenes Princ.2.9.1, Epiph.Const.Haer.76.41, Gr.Naz.M.35.749C, Dion.Ar.CH M.3.329B, Basil.M.31.681A.
2 indefinido en cuanto al número, incontable καὶ τῶν μὲν ἀπλανῶν ... τὰ μὲν ἀκατονόμαστα ἡμῖν καὶ ἀπερίληπτα Arat.Comm.318.17 (= Parm.A 40), (οἱ ἄνθρωποι) ἐπὶ μέρους εἰσὶν ἀναίσθητοι ἀπερίληπτοι καὶ ἄπεροι Placit.1.3.8, ἀπερίληπτον ἐστι τὸ πλῆθος τῶν ... σχημάτων Hero Def.38, τὰ ἄτομα τῶν σωμάτων ... ἀπερίληπτά ἐστι Epicur.Ep.[2] 42, ἀπερίληπτος ἀριθμὸς ἀνθρώπων Ph.1.352, ἀπερίληπται τοιαῦται παραθέσεις σχεδὸν ἀπερίληπται εἰσι, πάμπολλοι οὖσαι A.D.Synt.5.14, κόσμοι... ἀπερίληπτοι κατὰ τὸν ἀριθμόν Gal.8.159, ὀνομασίαι Corn.ND 9.
German (Pape)
[Seite 288] nicht umgrenzt, uneingeschränkt, ἐξουσία Plut. Pomp. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non circonscrit, sans limites.
Étymologie: ἀ, περιλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίληπτος:
1 неограниченный (ἐξουσία Plut.);
2 беспредельный Epicur. ap. Diog. L.;
3 непостижимый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίληπτος: -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, ἀπεριόριστος, τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ ἄπειρος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
Greek Monolingual
ἀπερίληπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει όρια, απεριόριστος
2. ακατάληπτος, ακατανόητος
3. αόριστος.
Greek Monotonic
ἀπερίληπτος: -ον (περιλαμβάνω), αυτός που δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμό, απεριόριστος, σε Πλούτ.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий