Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπερίληπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίληπτος:''' -ον ([[περιλαμβάνω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμό, [[απεριόριστος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπερίληπτος:''' -ον ([[περιλαμβάνω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμό, [[απεριόριστος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίληπτος:''' <b class="num">1)</b> неограниченный ([[ἐξουσία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> беспредельный Epicur. ap. Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> непостижимый ([[ἄλογος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}