3,274,216
edits
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η και αυταδέλφι, το (AM [[αὐτάδελφος]], -ον<br />Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)<br />[[αδελφός]] ή [[αδελφή]] από τους ίδιους γονείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην [[αδελφή]] («αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]]», «αὐτάδελφον [[αἷμα]]»). | |mltxt=-η και αυταδέλφι, το (AM [[αὐτάδελφος]], -ον<br />Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)<br />[[αδελφός]] ή [[αδελφή]] από τους ίδιους γονείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην [[αδελφή]] («αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]]», «αὐτάδελφον [[αἷμα]]»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτάδελφος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική [[σχέση]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ομοαίματος [[αδελφός]] ή [[αδελφή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |