3,276,984
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και βαγύζω (AM [[βαΰζω]], Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλαίω]] σαν μικρό [[παιδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] με κραυγές κάποιον, [[σκούζω]]<br /><b>2.</b> [[απειλώ]] κεκαλυμμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[ρηματικός]] [[σχηματισμός]] που προήλθε από το ονοματοποιημένο <i>βαυ βαυ</i>, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>baubor</i> «γαυγίζω», λιθ. <i>ba</i><i>ū</i><i>bti</i> «[[μουγγρίζω]]»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα <i>βαϋζω</i> και [[υλακτώ]] ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το <i>βαϋζω</i> έχει περισσότερο τη [[σημασία]] «[[γρυλλίζω]]»]. | |mltxt=και βαγύζω (AM [[βαΰζω]], Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλαίω]] σαν μικρό [[παιδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] με κραυγές κάποιον, [[σκούζω]]<br /><b>2.</b> [[απειλώ]] κεκαλυμμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[ρηματικός]] [[σχηματισμός]] που προήλθε από το ονοματοποιημένο <i>βαυ βαυ</i>, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>baubor</i> «γαυγίζω», λιθ. <i>ba</i><i>ū</i><i>bti</i> «[[μουγγρίζω]]»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα <i>βαϋζω</i> και [[υλακτώ]] ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το <i>βαϋζω</i> έχει περισσότερο τη [[σημασία]] «[[γρυλλίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |