Anonymous

βαΰζω: Difference between revisions

From LSJ
355 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βαΰζω:''' дор. [[βαΰσδω]]<br /><b class="num">1)</b> лаять, тявкать ([[κύων]] βαΰσδει Theocr.; β. τινά Heracl. ap. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ворчать, браниться Arph.: [[τάδε]] σῖγά τις βαΰζει Aesch. об этом идет глухой ропот.
}}
}}