Anonymous

βαΰζω: Difference between revisions

From LSJ
431 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και βαγύζω (AM [[βαΰζω]], Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλαίω]] σαν μικρό [[παιδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] με κραυγές κάποιον, [[σκούζω]]<br /><b>2.</b> [[απειλώ]] κεκαλυμμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[ρηματικός]] [[σχηματισμός]] που προήλθε από το ονοματοποιημένο <i>βαυ βαυ</i>, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>baubor</i> «γαυγίζω», λιθ. <i>ba</i><i>ū</i><i>bti</i> «[[μουγγρίζω]]»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα <i>βαϋζω</i> και [[υλακτώ]] ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το <i>βαϋζω</i> έχει περισσότερο τη [[σημασία]] «[[γρυλλίζω]]»].
|mltxt=και βαγύζω (AM [[βαΰζω]], Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλαίω]] σαν μικρό [[παιδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] με κραυγές κάποιον, [[σκούζω]]<br /><b>2.</b> [[απειλώ]] κεκαλυμμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[ρηματικός]] [[σχηματισμός]] που προήλθε από το ονοματοποιημένο <i>βαυ βαυ</i>, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>baubor</i> «γαυγίζω», λιθ. <i>ba</i><i>ū</i><i>bti</i> «[[μουγγρίζω]]»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα <i>βαϋζω</i> και [[υλακτώ]] ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το <i>βαϋζω</i> έχει περισσότερο τη [[σημασία]] «[[γρυλλίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}