βαθύς: Difference between revisions

3,023 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθιά]], βαθύ (AM [[βαθύς]], εῑα, -ύ). Ι. 1. αυτός που έχει [[βάθος]] ή βρίσκεται σε βαθύτερο [[σημείο]] σχετικά με άλλα αντικείμενα («βαθύ [[πηγάδι]]», «βαθεία [[τάφρος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που φθάνει [[βαθιά]], που προχωρεί σε [[βάθος]] («[[βαθιά]] [[ρίζα]], [[βαθιά]] [[πληγή]]», «βαθεία [[πληγή]]», «βαθεία [[τομή]]»)<br /><b>3.</b> (για τη [[νύχτα]]) προχωρημένη, στις μικρές ώρες («[[νύχτα]] [[βαθιά]]», «βαθεῑα νύξ»)<br /><b>4.</b> (για το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[αυγή]]) [[σκοτεινός]] [[ακόμη]] («[[βαθιά]] χαράματα», «[[ὄρθρος]] [[βαθύς]]»)<br /><b>5.</b> με μεγάλο [[μήκος]] ή [[πλάτος]] («[[βαθιά]] [[σπηλιά]]», «[[σπήλαιον]] βαθύ», «βαθεῑαι φάλαγγες»)<br /><b>6.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], [[σκιερός]] («βαθύ πράσινο», «[[πορφύριον]] βαθύτερον»)<br /><b>7.</b> [[πυκνός]], [[δασύς]] («[[βαθύς]] [[λόγγος]]», «[[λειμών]] [[βαθύς]]», «[[πώγων]] [[βαθύς]]»)<br /><b>8.</b> (για την [[ηλικία]]) προχωρημένος, [[περασμένος]] («[[βαθιά]] [[γεράματα]]», «βαθύ [[γήρας]]»)<br /><b>9.</b> (για τον ύπνο) [[βαρύς]], [[ληθαργικός]] («[[βαθύς]] ύπνος»)<br /><b>10.</b> (για [[κατάσταση]]) [[πλήρης]], [[απόλυτος]] («[[βαθιά]] [[σιγή]]», «βαθεῑα [[σιωπή]]», «βαθεῑα [[εἰρήνη]]»)<br /><b>11.</b> [[συνετός]], [[εμβριθής]] («[[βαθιά]] [[ανάλυση]]», «[[βαθιά]] [[λόγια]]», «βαθεῑα [[φρήν]]», «[[βαθύς]] [[μελετητής]]», «[[βαθύς]] τῃ φύσει [[στρατηγός]]»)<br /><b>12.</b> [[κρυψίνους]], [[πονηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]] («[[βαθιά]] Ελληνικά» — δυσνόητη αρχαΐζουσα)<br /><b>2.</b> αυτός που ακούγεται από [[μακριά]] («[[βαθιά]] [[φωνή]]», «βαθύ [[βογγητό]]»)<br /><b>3.</b> [[μαλακός]], [[αναπαυτικός]] («[[βαθύς]] [[καναπές]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαθύ</i><br />ο [[γκρεμός]] (παροιμ., «μπρός βαθύ και [[πίσω]] [[ρέμα]]» — αδιέξοδο [[ανάμεσα]] σε δύο [[κακά]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψηλός]] («βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς» — από τον ψηλό φράχτη της αυλής)<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («βαθέῃ λαίλαπι»)<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[παχύς]], [[εύφορος]]<br /><b>4.</b> [[πλούσιος]], [[άφθονος]] («βαθὺς [[ἀνήρ]]», «[[βαθύς]] οἴκος», «[[βαθύς]] [[πλοῦτος]]». ΙΙ. <b>επίρρ.</b> [[βαθιά]] (AM βαθέως)<br />σε [[βάθος]] ή από το [[βάθος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />από [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στο [[βάθος]] ή από το [[βάθος]] της ψυχής<br /><b>2.</b> (για λογισμό) έντονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], τα [[βαθύς]], [[βένθος]] ανήκουν στην [[ίδια]] ετυμολογική [[ομάδα]], όπου το [[βένθος]] αποτελεί την απαθή [[βαθμίδα]], το δε [[βαθύς]] τη συνεσταλμένη (<i>βηθ</i>-). Αν όμως δεχθούμε ότι το [[βένθος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[πένθος]], [[τότε]] το [[βαθύς]] πιθ. προέρχεται από την ασθενή [[βαθμίδα]] του [[βήσσα]]. Κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]], το [[βαθύς]] συνδέεται με [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>mbh</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάπτω]], αρχ. σκανδ. <i>kvefja</i> «[[βουτώ]] κάποιον στο [[νερό]], [[πνίγω]]», [[βόθρος]], [[βόθυνος]]), [[ήτοι]] <i>g</i><sup>w</sup><i>mbh</i>--<i>u</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βαφύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]], με [[ανομοίωση]] του -<i>φ</i>- σε -<i>θ</i>-. Το επίθ. [[βαθύς]] απαντά σ' όλη τη [[διάρκεια]] της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο και την Κοινή, χρησιμοποιείται δε [[συνήθως]] για τάφρο, όχθη, [[βάραθρο]], περίβολο, [[δάσος]] ή [[βλάστηση]], ενώ πολυάριθμες [[είναι]] οι μεταφορικές χρήσεις της λ. [[κυρίως]] με την [[έννοια]] της δύναμης και της αφθονίας. Στον Όμηρο και τον Πίνδαρο το [[βαθύς]] χαρακτηρίζει τον νου, την [[ευφυΐα]], στην [[Ιλιάδα]] [[είναι]] επίθ. της <i>λαίλαπος</i>, ενώ στον Ξενοφώντα επίθ. προσώπου «[[βαθύς]] [[ἀνήρ]]»). Τέλος, [[κατά]] την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, το [[βαθύς]] προσδιορίζει την [[εμβρίθεια]] και [[σταθερότητα]] του χαρακτήρα, σε [[αντίθεση]] με την [[έννοια]] της ελαφρότητας ([[Πολύβιος]], Κικέρων).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βαθύτητα]] (-<i>ύτης</i>), [[βαθύνω]] (-[[αίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαθουλός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>βαθύ</i>-].
|mltxt=[[βαθιά]], βαθύ (AM [[βαθύς]], εῑα, -ύ). Ι. 1. αυτός που έχει [[βάθος]] ή βρίσκεται σε βαθύτερο [[σημείο]] σχετικά με άλλα αντικείμενα («βαθύ [[πηγάδι]]», «βαθεία [[τάφρος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που φθάνει [[βαθιά]], που προχωρεί σε [[βάθος]] («[[βαθιά]] [[ρίζα]], [[βαθιά]] [[πληγή]]», «βαθεία [[πληγή]]», «βαθεία [[τομή]]»)<br /><b>3.</b> (για τη [[νύχτα]]) προχωρημένη, στις μικρές ώρες («[[νύχτα]] [[βαθιά]]», «βαθεῑα νύξ»)<br /><b>4.</b> (για το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[αυγή]]) [[σκοτεινός]] [[ακόμη]] («[[βαθιά]] χαράματα», «[[ὄρθρος]] [[βαθύς]]»)<br /><b>5.</b> με μεγάλο [[μήκος]] ή [[πλάτος]] («[[βαθιά]] [[σπηλιά]]», «[[σπήλαιον]] βαθύ», «βαθεῑαι φάλαγγες»)<br /><b>6.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], [[σκιερός]] («βαθύ πράσινο», «[[πορφύριον]] βαθύτερον»)<br /><b>7.</b> [[πυκνός]], [[δασύς]] («[[βαθύς]] [[λόγγος]]», «[[λειμών]] [[βαθύς]]», «[[πώγων]] [[βαθύς]]»)<br /><b>8.</b> (για την [[ηλικία]]) προχωρημένος, [[περασμένος]] («[[βαθιά]] [[γεράματα]]», «βαθύ [[γήρας]]»)<br /><b>9.</b> (για τον ύπνο) [[βαρύς]], [[ληθαργικός]] («[[βαθύς]] ύπνος»)<br /><b>10.</b> (για [[κατάσταση]]) [[πλήρης]], [[απόλυτος]] («[[βαθιά]] [[σιγή]]», «βαθεῑα [[σιωπή]]», «βαθεῑα [[εἰρήνη]]»)<br /><b>11.</b> [[συνετός]], [[εμβριθής]] («[[βαθιά]] [[ανάλυση]]», «[[βαθιά]] [[λόγια]]», «βαθεῑα [[φρήν]]», «[[βαθύς]] [[μελετητής]]», «[[βαθύς]] τῃ φύσει [[στρατηγός]]»)<br /><b>12.</b> [[κρυψίνους]], [[πονηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]] («[[βαθιά]] Ελληνικά» — δυσνόητη αρχαΐζουσα)<br /><b>2.</b> αυτός που ακούγεται από [[μακριά]] («[[βαθιά]] [[φωνή]]», «βαθύ [[βογγητό]]»)<br /><b>3.</b> [[μαλακός]], [[αναπαυτικός]] («[[βαθύς]] [[καναπές]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαθύ</i><br />ο [[γκρεμός]] (παροιμ., «μπρός βαθύ και [[πίσω]] [[ρέμα]]» — αδιέξοδο [[ανάμεσα]] σε δύο [[κακά]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψηλός]] («βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς» — από τον ψηλό φράχτη της αυλής)<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («βαθέῃ λαίλαπι»)<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[παχύς]], [[εύφορος]]<br /><b>4.</b> [[πλούσιος]], [[άφθονος]] («βαθὺς [[ἀνήρ]]», «[[βαθύς]] οἴκος», «[[βαθύς]] [[πλοῦτος]]». ΙΙ. <b>επίρρ.</b> [[βαθιά]] (AM βαθέως)<br />σε [[βάθος]] ή από το [[βάθος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />από [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στο [[βάθος]] ή από το [[βάθος]] της ψυχής<br /><b>2.</b> (για λογισμό) έντονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], τα [[βαθύς]], [[βένθος]] ανήκουν στην [[ίδια]] ετυμολογική [[ομάδα]], όπου το [[βένθος]] αποτελεί την απαθή [[βαθμίδα]], το δε [[βαθύς]] τη συνεσταλμένη (<i>βηθ</i>-). Αν όμως δεχθούμε ότι το [[βένθος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[πένθος]], [[τότε]] το [[βαθύς]] πιθ. προέρχεται από την ασθενή [[βαθμίδα]] του [[βήσσα]]. Κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]], το [[βαθύς]] συνδέεται με [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>mbh</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάπτω]], αρχ. σκανδ. <i>kvefja</i> «[[βουτώ]] κάποιον στο [[νερό]], [[πνίγω]]», [[βόθρος]], [[βόθυνος]]), [[ήτοι]] <i>g</i><sup>w</sup><i>mbh</i>--<i>u</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βαφύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]], με [[ανομοίωση]] του -<i>φ</i>- σε -<i>θ</i>-. Το επίθ. [[βαθύς]] απαντά σ' όλη τη [[διάρκεια]] της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο και την Κοινή, χρησιμοποιείται δε [[συνήθως]] για τάφρο, όχθη, [[βάραθρο]], περίβολο, [[δάσος]] ή [[βλάστηση]], ενώ πολυάριθμες [[είναι]] οι μεταφορικές χρήσεις της λ. [[κυρίως]] με την [[έννοια]] της δύναμης και της αφθονίας. Στον Όμηρο και τον Πίνδαρο το [[βαθύς]] χαρακτηρίζει τον νου, την [[ευφυΐα]], στην [[Ιλιάδα]] [[είναι]] επίθ. της <i>λαίλαπος</i>, ενώ στον Ξενοφώντα επίθ. προσώπου «[[βαθύς]] [[ἀνήρ]]»). Τέλος, [[κατά]] την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, το [[βαθύς]] προσδιορίζει την [[εμβρίθεια]] και [[σταθερότητα]] του χαρακτήρα, σε [[αντίθεση]] με την [[έννοια]] της ελαφρότητας ([[Πολύβιος]], Κικέρων).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βαθύτητα]] (-<i>ύτης</i>), [[βαθύνω]] (-[[αίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαθουλός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>βαθύ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύς:''' βαθεῖα (Ιων. βαθέᾰ) βαθύ· γεν. <i>βαθέος</i>, <i>βαθείας</i> (Ιων. <i>βαθέης</i>)· δοτ. <i>βαθέϊ</i>, <i>βαθείῃ</i> (Ιων. <i>βαθέῃ</i>)· συγκρ. <i>βαθύτερος</i>, ποιητ. [[βαθίων]] [ῑ], Δωρ. [[βάσσων]]· υπερθ. <i>βαθύτατος</i>, ποιητ. [[βάθιστος]]·<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαθύς]] ή ψηλός, σύμφωνα με τη [[θέση]] από την οποία βλέπει [[κανείς]], όπως το Λατ. [[altus]]· <i>βαθέης αὐλῆς</i>, από [[αυλή]] που περιτριγυρίζεται από υψηλό φράχτη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠιόνος [[προπάροιθε]] βαθείης, <i>ἡ [[βαθιά]]</i>, δηλ. πλατιά, εκτεταμένη [[ακτή]], στο ίδ.· στον πεζό λόγο, χρησιμ. για να περιγράψει τη [[γραμμή]] του στρατού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βαθύς]] ως προς τη [[σύσταση]], [[πυκνός]], λέγεται για [[ομίχλη]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται για οργωμένο [[έδαφος]], αντίθ. προς το βραχώδες [[έδαφος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για αυτόν που έχει πυκνή, άφθονη, [[βαθιά]] [[βλάστηση]], χρησιμοποιείται για δάση, [[σιτηρά]], σύννεφα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.α.· με αυτή τη [[σημασία]] λέγεται και για τα μαλλιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[ισχυρός]], [[σφοδρός]], χρησιμοποιείται για [[καταιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[μεγάλος]], [[άφθονος]], [[πληθωρικός]]· βαθὺ [[κλέος]], βαθὺς [[κλῆρος]], σε Πίνδ.· βαθεῖα [[τέρψις]], σε Σοφ.· βαθὺς [[ἀνήρ]], [[ένας]] [[πλούσιος]] [[άνδρας]], σε Ξεν.· βαθὺς [[ὕπνος]], ύπνος που εκτείνεται σε [[βάθος]] και σε [[διάρκεια]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για τη [[διάνοια]], [[βαθυστόχαστος]], [[συνετός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>βαθύτερα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> [[βαθύς]] ως προς το χρόνο, αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη [[ηλικία]], [[καθυστερημένος]]· βαθὺς [[ὄρθρος]] (βλ. [[ὄρθρος]])· <i>βαθὺ τῆς ἡλικίας</i>, σε Αριστοφ.· βαθὺ [[γῆρας]], σε Ανθ.·<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[βαθέως]], σε Θεόκρ.
}}
}}