Anonymous

βαθύς: Difference between revisions

From LSJ
1,974 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύς:''' βαθεῖα (Ιων. βαθέᾰ) βαθύ· γεν. <i>βαθέος</i>, <i>βαθείας</i> (Ιων. <i>βαθέης</i>)· δοτ. <i>βαθέϊ</i>, <i>βαθείῃ</i> (Ιων. <i>βαθέῃ</i>)· συγκρ. <i>βαθύτερος</i>, ποιητ. [[βαθίων]] [ῑ], Δωρ. [[βάσσων]]· υπερθ. <i>βαθύτατος</i>, ποιητ. [[βάθιστος]]·<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαθύς]] ή ψηλός, σύμφωνα με τη [[θέση]] από την οποία βλέπει [[κανείς]], όπως το Λατ. [[altus]]· <i>βαθέης αὐλῆς</i>, από [[αυλή]] που περιτριγυρίζεται από υψηλό φράχτη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠιόνος [[προπάροιθε]] βαθείης, <i>ἡ [[βαθιά]]</i>, δηλ. πλατιά, εκτεταμένη [[ακτή]], στο ίδ.· στον πεζό λόγο, χρησιμ. για να περιγράψει τη [[γραμμή]] του στρατού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βαθύς]] ως προς τη [[σύσταση]], [[πυκνός]], λέγεται για [[ομίχλη]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται για οργωμένο [[έδαφος]], αντίθ. προς το βραχώδες [[έδαφος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για αυτόν που έχει πυκνή, άφθονη, [[βαθιά]] [[βλάστηση]], χρησιμοποιείται για δάση, [[σιτηρά]], σύννεφα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.α.· με αυτή τη [[σημασία]] λέγεται και για τα μαλλιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[ισχυρός]], [[σφοδρός]], χρησιμοποιείται για [[καταιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[μεγάλος]], [[άφθονος]], [[πληθωρικός]]· βαθὺ [[κλέος]], βαθὺς [[κλῆρος]], σε Πίνδ.· βαθεῖα [[τέρψις]], σε Σοφ.· βαθὺς [[ἀνήρ]], [[ένας]] [[πλούσιος]] [[άνδρας]], σε Ξεν.· βαθὺς [[ὕπνος]], ύπνος που εκτείνεται σε [[βάθος]] και σε [[διάρκεια]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για τη [[διάνοια]], [[βαθυστόχαστος]], [[συνετός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>βαθύτερα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> [[βαθύς]] ως προς το χρόνο, αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη [[ηλικία]], [[καθυστερημένος]]· βαθὺς [[ὄρθρος]] (βλ. [[ὄρθρος]])· <i>βαθὺ τῆς ἡλικίας</i>, σε Αριστοφ.· βαθὺ [[γῆρας]], σε Ανθ.·<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[βαθέως]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βᾰθύς:''' βαθεῖα (Ιων. βαθέᾰ) βαθύ· γεν. <i>βαθέος</i>, <i>βαθείας</i> (Ιων. <i>βαθέης</i>)· δοτ. <i>βαθέϊ</i>, <i>βαθείῃ</i> (Ιων. <i>βαθέῃ</i>)· συγκρ. <i>βαθύτερος</i>, ποιητ. [[βαθίων]] [ῑ], Δωρ. [[βάσσων]]· υπερθ. <i>βαθύτατος</i>, ποιητ. [[βάθιστος]]·<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαθύς]] ή ψηλός, σύμφωνα με τη [[θέση]] από την οποία βλέπει [[κανείς]], όπως το Λατ. [[altus]]· <i>βαθέης αὐλῆς</i>, από [[αυλή]] που περιτριγυρίζεται από υψηλό φράχτη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠιόνος [[προπάροιθε]] βαθείης, <i>ἡ [[βαθιά]]</i>, δηλ. πλατιά, εκτεταμένη [[ακτή]], στο ίδ.· στον πεζό λόγο, χρησιμ. για να περιγράψει τη [[γραμμή]] του στρατού, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βαθύς]] ως προς τη [[σύσταση]], [[πυκνός]], λέγεται για [[ομίχλη]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται για οργωμένο [[έδαφος]], αντίθ. προς το βραχώδες [[έδαφος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για αυτόν που έχει πυκνή, άφθονη, [[βαθιά]] [[βλάστηση]], χρησιμοποιείται για δάση, [[σιτηρά]], σύννεφα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.α.· με αυτή τη [[σημασία]] λέγεται και για τα μαλλιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[ισχυρός]], [[σφοδρός]], χρησιμοποιείται για [[καταιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[μεγάλος]], [[άφθονος]], [[πληθωρικός]]· βαθὺ [[κλέος]], βαθὺς [[κλῆρος]], σε Πίνδ.· βαθεῖα [[τέρψις]], σε Σοφ.· βαθὺς [[ἀνήρ]], [[ένας]] [[πλούσιος]] [[άνδρας]], σε Ξεν.· βαθὺς [[ὕπνος]], ύπνος που εκτείνεται σε [[βάθος]] και σε [[διάρκεια]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για τη [[διάνοια]], [[βαθυστόχαστος]], [[συνετός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>βαθύτερα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> [[βαθύς]] ως προς το χρόνο, αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη [[ηλικία]], [[καθυστερημένος]]· βαθὺς [[ὄρθρος]] (βλ. [[ὄρθρος]])· <i>βαθὺ τῆς ἡλικίας</i>, σε Αριστοφ.· βαθὺ [[γῆρας]], σε Ανθ.·<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[βαθέως]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰθύς:''' εῖα (эп.-ион. [[βαθέη]], [[βαθέα]] и [[βαθείη]]), ύ<br /><b class="num">1)</b> глубокий ([[τάφρος]], ἅλς Hom.; [[τομή]] Plut.; [[πληγή]] Luc.); глубокий, т. е. образующий высокие кучи ([[ἄμαθος]] Hom.; τέφραι Plut.): β. [[πτῶμα]] Aesch. падение с большой высоты;<br /><b class="num">2)</b> обнесенный высоким забором ([[αὐλή]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> глубоко вдающийся, образующий глубокую бухту ([[ἠϊών]] Hom.),;<br /><b class="num">4)</b> вытянутый в глубину ([[φάλαγξ]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> плотный, густой ([[ἀήρ]] Hom.);<br /><b class="num">6)</b> густой, обильный ([[λήϊον]] Hom.; [[τρίχες]], [[σῖτος]] ἐν τῷ πεδίῳ Xen.; [[πώγων]] Luc.);<br /><b class="num">7)</b> покрытый толстым слоем почвы, т. е. плодородный, тучный (γῆ Eur.; [[χώρα]] Plut.);<br /><b class="num">8)</b> богатый ([[κλῆρος]] Pind.; [[ἄνδρες]] Xen.);<br /><b class="num">9)</b> сильный, великий ([[λαῖλαψ]] Hom.; [[κίνδυνος]] Pind.; [[τέρψις]] Soph.);<br /><b class="num">10)</b> глубокий, крепкий ([[ὕπνος]] Luc.);<br /><b class="num">11)</b> глубокий, т. е. нерушимый ([[σιγή]] Luc.; [[εἰρήνη]] Anth.);<br /><b class="num">12)</b> глубокий, т. е. поздний, глухой ([[νύξ]] Luc.) или ранний, чуть брезжущий ([[ὄρθρος]] Plat.): βαθὺ [[γῆρας]] Anth. глубокая старость;<br /><b class="num">13)</b> глубокий, сознательный, серьезный ([[φρήν]] Hom., Pind., Aesch.; ἤθεα Her.).
}}
}}