δαπανηρός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαπανηρός]], -ά, -όν) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> όποιος απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] ή [[πολλά]] έξοδα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει [[πολλά]], ο [[σπάταλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δαπανηρὸν πῡρ» — [[φωτιά]] που εξαφανίζει, που καταστρέφει.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαπανηρός]], -ά, -όν) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> όποιος απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] ή [[πολλά]] έξοδα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει [[πολλά]], ο [[σπάταλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δαπανηρὸν πῡρ» — [[φωτιά]] που εξαφανίζει, που καταστρέφει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ξεν.
}}
}}