3,277,114
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[δαφνοφόρος]]. | |mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[δαφνοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |