δή: Difference between revisions

5,616 bytes added ,  30 December 2018
3
(T21)
(3)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(shortened from [[ἤδη]] (others [[besides]])), a [[particle]] [[which]], the epic phrases δή [[τότε]], δή [[γάρ]] [[excepted]], is [[never]] placed at the [[beginning]] of a [[sentence]], [[but]] is joined to [[some]] [[preceding]] [[word]], and indicates [[that]] [[what]] it introduces [[can]] be taken as [[something]] [[settled]], laid [[down]] in [[deed]] and in [[truth]] (Klotz ad Devar. ii. 2, p. 392): [[now]] [[therefore]], [[then]], [[verily]], in [[truth]], (Latin James , igitur, [[sane]], etc. — [[although]] [[neither]] Latin, German ([[nor]] English) has a [[word]] [[precisely]] equivalent to δή).<br /><b class="num">1.</b> added to [[relative]] pronouns: ὅς δή, [[who]] is [[such]] a [[one]] as, [[who]] preeminently, [[who]] [[then]], [[forthwith]], at [[once]] (cf. Winer s Grammar, § 43,3a.), so [[that]] it [[may]] be [[evident]] [[that]] it is [[being]] done (cf. Passow, i., p. 612{b}), [[where]] the Latin says agedum, jam, German doch, nur (English, [[now]], [[only]], [[but]]): L WH marginal [[reading]] brackets); [[surely]], [[certainly]]: R G.
|txtha=(shortened from [[ἤδη]] (others [[besides]])), a [[particle]] [[which]], the epic phrases δή [[τότε]], δή [[γάρ]] [[excepted]], is [[never]] placed at the [[beginning]] of a [[sentence]], [[but]] is joined to [[some]] [[preceding]] [[word]], and indicates [[that]] [[what]] it introduces [[can]] be taken as [[something]] [[settled]], laid [[down]] in [[deed]] and in [[truth]] (Klotz ad Devar. ii. 2, p. 392): [[now]] [[therefore]], [[then]], [[verily]], in [[truth]], (Latin James , igitur, [[sane]], etc. — [[although]] [[neither]] Latin, German ([[nor]] English) has a [[word]] [[precisely]] equivalent to δή).<br /><b class="num">1.</b> added to [[relative]] pronouns: ὅς δή, [[who]] is [[such]] a [[one]] as, [[who]] preeminently, [[who]] [[then]], [[forthwith]], at [[once]] (cf. Winer s Grammar, § 43,3a.), so [[that]] it [[may]] be [[evident]] [[that]] it is [[being]] done (cf. Passow, i., p. 612{b}), [[where]] the Latin says agedum, jam, German doch, nur (English, [[now]], [[only]], [[but]]): L WH marginal [[reading]] brackets); [[surely]], [[certainly]]: R G.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δή:''' [[μόριο]] που χρησιμ. για να προσδώσει μεγαλύτερη [[σαφήνεια]] στη [[λέξη]] ή λέξεις τις οποίες επηρεάζει (πιθ. συντετμ. [[τύπος]] του [[ἤδη]], Λατ. [[jam]]), [[πράγματι]], ακριβώς, βέβαια, αληθινά, [[τωόντι]].<br /><b class="num">I. 1.</b> Χρήση του <i>δή</i> με απλές λέξεις:<br /><b class="num">1.</b> [[μετά]] από επίθ., [[οἶος]] δή, [[μόνος]] δή, [[ολομόναχος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], ως δηλωτικό μεγέθους, [[μέγας]] δή, <i>μικρὸς δὴ</i> κ.λπ.· [[συχνά]] με υπερθ., [[μέγιστος]] δή, [[κράτιστος]] δή, αρκετά μεγαλύτερος, [[ομολογουμένως]] ο [[καλύτερος]], σε Θουκ.· επίσης με αριθμητικά, ὀκτὼ δὴ [[προέηκα]] ὀϊστούς, έχω εκτοξεύσει [[οκτώ]] ατόφια βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἷς δή</i>, [[ένας]] μονάχα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από επιρρ., [[πολλάκις]] δή, πολλές φορές, [[συχνά]], [[συχνά]] ως [[τώρα]], Λατ. [[jam]] [[saepe]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀψὲ δὲ δή</i>, εντελώς [[αργά]], στον ίδ.· [[νῦν]] δή, [[τώρα]] [[πλέον]], σε Ξεν. κ.λπ.· [[τότε]] δή, ακριβώς εκείνο τον καιρό, σε Θουκ.· [[αὐτίκα]] δὴ [[μάλα]], την [[ίδια]] ακριβώς [[στιγμή]], συγχρόνως, σε Πλάτ.· επίσης, <i>ναὶ δή</i>, ναι [[πράγματι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐ δή</i>, [[φυσικά]], [[βεβαίως]] όχι, σε Σοφ.·<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα, δὴ γὰρ [[ἴδον]] ὀφθαλμοῖσι, [[γιατί]] [[πράγματι]], [[αλήθεια]] τον είδα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με κύρια ουσ., ἐς δὴ τὸ [[Ἄργος]] [[τοῦτο]]..., στο Άργος [[λοιπόν]] έφτασαν, σε Ηρόδ.· [[τέλος]] δή, το πλήρες [[τέλος]] του, σε Αισχύλ.· ειρων., Λατ. [[scilicet]], εἰσήγαγε [[τὰς]] ἑταιρίδας δή, τις προσποιούμενες τις εταίρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> με αντων., για να προσδώσει [[έμφαση]]· <i>ἐμὲ δή</i>, [[ένας]] [[άνδρας]] όπως εγώ, σε Ηρόδ.· <i>σὺ δή</i>, εσύ ξεχωριστά απ' όλους τους άλλους, εσύ [[προπάντων]], στον ίδ.· [[οὗτος]] δή, αυτός και [[κανείς]] [[άλλος]], στον ίδ.· <i>ὅς δή</i>, που ξεκάθαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· με αόρ. αντων., <i>ἄλλοιδή</i>, άλλοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα μπορέσουν, στον ίδ.· δή τις, [[κάποιος]] ή [[κάποιος]] [[άλλος]], Λατ. [[nescio]] [[quis]], σε Πλάτ.· <i>δή τι</i>, με [[κάθε]] τρόπο, όπως και να είναι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Χρήση του <i>δή</i> με ολόκληρες προτάσεις:<br /><b class="num">1.</b> για να συνεχίσει την [[αφήγηση]], [[έπειτα]] [[λοιπόν]], [[κατόπιν]], [[μετά]] ακολούθως, [[τότε]]· [[τότε]] μὲν δὴ ἡσυχίην εἶχε, σε Ηρόδ.· σε ανακεφαλαιώσεις, τοιαῦτα μὲν δὴ [[ταῦτα]], Λατ. [[haec]] [[hactenus]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. για συμπεράσματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], για να εκφράσει το απροσδόκητο· <i>καὶ σὺ δή</i>, ώστε [[λοιπόν]] και εσύ επίσης!, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με προστ. και υποτ., <i>ἐννοεῖτε γὰρ δή</i>, [[γιατί]] έχετε μόνο στο [[μυαλό]], σε Ξεν.· ομοίως, <i>ἄγεδή</i>, [[φέρε]] δή, [[ἴθι]] δή, <i>σκόπει δὴ</i> κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>γε δή</i>, για [[δήλωση]] του πιο σημαντικού, [[μετὰ]] ὅπλων γε δή, [[προπάντων]] με όπλα, σε Θουκ.· <i>μή τί γε δή</i>, [[χωρίς]] να [[αναφέρω]], [[χωρίς]] να κάνω λόγο, σε Δημ. <b>5. α)</b> <i>καὶ δή</i>, και [[επιπλέον]], και [[μάλιστα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο</i>, <i>καὶ δὴ καὶ ἐς Σάρδις</i>, ἔφτασε στην Αίγυπτο, και [[επιπλέον]] και στις [[Σάρδεις]] σε Ηρόδ.· ἰσχὺς καὶ [[κάλλος]] καὶ [[πλοῦτος]] δή, και πάνω απ' όλα ο [[πλούτος]], σε Πλάτ. <b>β)</b> <i>καὶ δή</i>, βρίσκεται επίσης σε αποκρίσεις: βλέψον [[κάτω]], [[απάντηση]], καὶ δὴ [[βλέπω]], [[καλά]], [[κοιτάζω]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> σε υποθέσεις, καὶ δὴ [[δέδεγμαι]], και [[τώρα]] υπόθεσε ότι έχω δεχτεί, σε Αισχύλ.
}}
}}