Anonymous

δή: Difference between revisions

From LSJ
3,468 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δή:''' [[μόριο]] που χρησιμ. για να προσδώσει μεγαλύτερη [[σαφήνεια]] στη [[λέξη]] ή λέξεις τις οποίες επηρεάζει (πιθ. συντετμ. [[τύπος]] του [[ἤδη]], Λατ. [[jam]]), [[πράγματι]], ακριβώς, βέβαια, αληθινά, [[τωόντι]].<br /><b class="num">I. 1.</b> Χρήση του <i>δή</i> με απλές λέξεις:<br /><b class="num">1.</b> [[μετά]] από επίθ., [[οἶος]] δή, [[μόνος]] δή, [[ολομόναχος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], ως δηλωτικό μεγέθους, [[μέγας]] δή, <i>μικρὸς δὴ</i> κ.λπ.· [[συχνά]] με υπερθ., [[μέγιστος]] δή, [[κράτιστος]] δή, αρκετά μεγαλύτερος, [[ομολογουμένως]] ο [[καλύτερος]], σε Θουκ.· επίσης με αριθμητικά, ὀκτὼ δὴ [[προέηκα]] ὀϊστούς, έχω εκτοξεύσει [[οκτώ]] ατόφια βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἷς δή</i>, [[ένας]] μονάχα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από επιρρ., [[πολλάκις]] δή, πολλές φορές, [[συχνά]], [[συχνά]] ως [[τώρα]], Λατ. [[jam]] [[saepe]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀψὲ δὲ δή</i>, εντελώς [[αργά]], στον ίδ.· [[νῦν]] δή, [[τώρα]] [[πλέον]], σε Ξεν. κ.λπ.· [[τότε]] δή, ακριβώς εκείνο τον καιρό, σε Θουκ.· [[αὐτίκα]] δὴ [[μάλα]], την [[ίδια]] ακριβώς [[στιγμή]], συγχρόνως, σε Πλάτ.· επίσης, <i>ναὶ δή</i>, ναι [[πράγματι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐ δή</i>, [[φυσικά]], [[βεβαίως]] όχι, σε Σοφ.·<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα, δὴ γὰρ [[ἴδον]] ὀφθαλμοῖσι, [[γιατί]] [[πράγματι]], [[αλήθεια]] τον είδα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με κύρια ουσ., ἐς δὴ τὸ [[Ἄργος]] [[τοῦτο]]..., στο Άργος [[λοιπόν]] έφτασαν, σε Ηρόδ.· [[τέλος]] δή, το πλήρες [[τέλος]] του, σε Αισχύλ.· ειρων., Λατ. [[scilicet]], εἰσήγαγε [[τὰς]] ἑταιρίδας δή, τις προσποιούμενες τις εταίρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> με αντων., για να προσδώσει [[έμφαση]]· <i>ἐμὲ δή</i>, [[ένας]] [[άνδρας]] όπως εγώ, σε Ηρόδ.· <i>σὺ δή</i>, εσύ ξεχωριστά απ' όλους τους άλλους, εσύ [[προπάντων]], στον ίδ.· [[οὗτος]] δή, αυτός και [[κανείς]] [[άλλος]], στον ίδ.· <i>ὅς δή</i>, που ξεκάθαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· με αόρ. αντων., <i>ἄλλοιδή</i>, άλλοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα μπορέσουν, στον ίδ.· δή τις, [[κάποιος]] ή [[κάποιος]] [[άλλος]], Λατ. [[nescio]] [[quis]], σε Πλάτ.· <i>δή τι</i>, με [[κάθε]] τρόπο, όπως και να είναι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Χρήση του <i>δή</i> με ολόκληρες προτάσεις:<br /><b class="num">1.</b> για να συνεχίσει την [[αφήγηση]], [[έπειτα]] [[λοιπόν]], [[κατόπιν]], [[μετά]] ακολούθως, [[τότε]]· [[τότε]] μὲν δὴ ἡσυχίην εἶχε, σε Ηρόδ.· σε ανακεφαλαιώσεις, τοιαῦτα μὲν δὴ [[ταῦτα]], Λατ. [[haec]] [[hactenus]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. για συμπεράσματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], για να εκφράσει το απροσδόκητο· <i>καὶ σὺ δή</i>, ώστε [[λοιπόν]] και εσύ επίσης!, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με προστ. και υποτ., <i>ἐννοεῖτε γὰρ δή</i>, [[γιατί]] έχετε μόνο στο [[μυαλό]], σε Ξεν.· ομοίως, <i>ἄγεδή</i>, [[φέρε]] δή, [[ἴθι]] δή, <i>σκόπει δὴ</i> κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>γε δή</i>, για [[δήλωση]] του πιο σημαντικού, [[μετὰ]] ὅπλων γε δή, [[προπάντων]] με όπλα, σε Θουκ.· <i>μή τί γε δή</i>, [[χωρίς]] να [[αναφέρω]], [[χωρίς]] να κάνω λόγο, σε Δημ. <b>5. α)</b> <i>καὶ δή</i>, και [[επιπλέον]], και [[μάλιστα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο</i>, <i>καὶ δὴ καὶ ἐς Σάρδις</i>, ἔφτασε στην Αίγυπτο, και [[επιπλέον]] και στις [[Σάρδεις]] σε Ηρόδ.· ἰσχὺς καὶ [[κάλλος]] καὶ [[πλοῦτος]] δή, και πάνω απ' όλα ο [[πλούτος]], σε Πλάτ. <b>β)</b> <i>καὶ δή</i>, βρίσκεται επίσης σε αποκρίσεις: βλέψον [[κάτω]], [[απάντηση]], καὶ δὴ [[βλέπω]], [[καλά]], [[κοιτάζω]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> σε υποθέσεις, καὶ δὴ [[δέδεγμαι]], και [[τώρα]] υπόθεσε ότι έχω δεχτεί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δή:''' [[μόριο]] που χρησιμ. για να προσδώσει μεγαλύτερη [[σαφήνεια]] στη [[λέξη]] ή λέξεις τις οποίες επηρεάζει (πιθ. συντετμ. [[τύπος]] του [[ἤδη]], Λατ. [[jam]]), [[πράγματι]], ακριβώς, βέβαια, αληθινά, [[τωόντι]].<br /><b class="num">I. 1.</b> Χρήση του <i>δή</i> με απλές λέξεις:<br /><b class="num">1.</b> [[μετά]] από επίθ., [[οἶος]] δή, [[μόνος]] δή, [[ολομόναχος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], ως δηλωτικό μεγέθους, [[μέγας]] δή, <i>μικρὸς δὴ</i> κ.λπ.· [[συχνά]] με υπερθ., [[μέγιστος]] δή, [[κράτιστος]] δή, αρκετά μεγαλύτερος, [[ομολογουμένως]] ο [[καλύτερος]], σε Θουκ.· επίσης με αριθμητικά, ὀκτὼ δὴ [[προέηκα]] ὀϊστούς, έχω εκτοξεύσει [[οκτώ]] ατόφια βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἷς δή</i>, [[ένας]] μονάχα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από επιρρ., [[πολλάκις]] δή, πολλές φορές, [[συχνά]], [[συχνά]] ως [[τώρα]], Λατ. [[jam]] [[saepe]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀψὲ δὲ δή</i>, εντελώς [[αργά]], στον ίδ.· [[νῦν]] δή, [[τώρα]] [[πλέον]], σε Ξεν. κ.λπ.· [[τότε]] δή, ακριβώς εκείνο τον καιρό, σε Θουκ.· [[αὐτίκα]] δὴ [[μάλα]], την [[ίδια]] ακριβώς [[στιγμή]], συγχρόνως, σε Πλάτ.· επίσης, <i>ναὶ δή</i>, ναι [[πράγματι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐ δή</i>, [[φυσικά]], [[βεβαίως]] όχι, σε Σοφ.·<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα, δὴ γὰρ [[ἴδον]] ὀφθαλμοῖσι, [[γιατί]] [[πράγματι]], [[αλήθεια]] τον είδα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με κύρια ουσ., ἐς δὴ τὸ [[Ἄργος]] [[τοῦτο]]..., στο Άργος [[λοιπόν]] έφτασαν, σε Ηρόδ.· [[τέλος]] δή, το πλήρες [[τέλος]] του, σε Αισχύλ.· ειρων., Λατ. [[scilicet]], εἰσήγαγε [[τὰς]] ἑταιρίδας δή, τις προσποιούμενες τις εταίρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> με αντων., για να προσδώσει [[έμφαση]]· <i>ἐμὲ δή</i>, [[ένας]] [[άνδρας]] όπως εγώ, σε Ηρόδ.· <i>σὺ δή</i>, εσύ ξεχωριστά απ' όλους τους άλλους, εσύ [[προπάντων]], στον ίδ.· [[οὗτος]] δή, αυτός και [[κανείς]] [[άλλος]], στον ίδ.· <i>ὅς δή</i>, που ξεκάθαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· με αόρ. αντων., <i>ἄλλοιδή</i>, άλλοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα μπορέσουν, στον ίδ.· δή τις, [[κάποιος]] ή [[κάποιος]] [[άλλος]], Λατ. [[nescio]] [[quis]], σε Πλάτ.· <i>δή τι</i>, με [[κάθε]] τρόπο, όπως και να είναι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Χρήση του <i>δή</i> με ολόκληρες προτάσεις:<br /><b class="num">1.</b> για να συνεχίσει την [[αφήγηση]], [[έπειτα]] [[λοιπόν]], [[κατόπιν]], [[μετά]] ακολούθως, [[τότε]]· [[τότε]] μὲν δὴ ἡσυχίην εἶχε, σε Ηρόδ.· σε ανακεφαλαιώσεις, τοιαῦτα μὲν δὴ [[ταῦτα]], Λατ. [[haec]] [[hactenus]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. για συμπεράσματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], για να εκφράσει το απροσδόκητο· <i>καὶ σὺ δή</i>, ώστε [[λοιπόν]] και εσύ επίσης!, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με προστ. και υποτ., <i>ἐννοεῖτε γὰρ δή</i>, [[γιατί]] έχετε μόνο στο [[μυαλό]], σε Ξεν.· ομοίως, <i>ἄγεδή</i>, [[φέρε]] δή, [[ἴθι]] δή, <i>σκόπει δὴ</i> κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>γε δή</i>, για [[δήλωση]] του πιο σημαντικού, [[μετὰ]] ὅπλων γε δή, [[προπάντων]] με όπλα, σε Θουκ.· <i>μή τί γε δή</i>, [[χωρίς]] να [[αναφέρω]], [[χωρίς]] να κάνω λόγο, σε Δημ. <b>5. α)</b> <i>καὶ δή</i>, και [[επιπλέον]], και [[μάλιστα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο</i>, <i>καὶ δὴ καὶ ἐς Σάρδις</i>, ἔφτασε στην Αίγυπτο, και [[επιπλέον]] και στις [[Σάρδεις]] σε Ηρόδ.· ἰσχὺς καὶ [[κάλλος]] καὶ [[πλοῦτος]] δή, και πάνω απ' όλα ο [[πλούτος]], σε Πλάτ. <b>β)</b> <i>καὶ δή</i>, βρίσκεται επίσης σε αποκρίσεις: βλέψον [[κάτω]], [[απάντηση]], καὶ δὴ [[βλέπω]], [[καλά]], [[κοιτάζω]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> σε υποθέσεις, καὶ δὴ [[δέδεγμαι]], και [[τώρα]] υπόθεσε ότι έχω δεχτεί, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δή:''' частица со знач.:<br /><b class="num">1)</b> (усиления или подчеркивания) именно, как раз, же, -то: [[νῦν]] δή Arph., Xen., Plat. именно теперь, теперь-то; [[αὐτίκα]] δὴ [[μάλα]] Plat. тотчас же; [[ἐννέα]] δὴ ἐνιαυτοί Hom. вот уж (целых) девять лет; τί [[οὖν]] δή ἐστιν; Plat., Xen.; да что же это такое?; [[οὔκουν]] ἐρεῖς ποτε; - Καὶ δὴ [[λέγω]] σοι Soph. да укажешь ли, наконец? - Вот я и говорю тебе; [[κἀγὼ]] δὴ [[ἐνταῦθα]] ἀποκρίνομαι (praes. hist.) Xen. тогда-то я и ответил; τοῦ δὴ [[ἕνεκα]]; Plat. чего же ради?; [[ἄγε]] δὴ [[ἐρείομεν]] Hom. давай-ка спросим; [[οὗτος]] δὴ ὁ [[Σωκράτης]] Plat. вот этот самый Сократ; [[ὅτου]] δὴ παρεγγυήσαντος Xen. когда решительно каждый отдавал приказы;<br /><b class="num">2)</b> (вывода) так вот, итак: [[τοιαῦτα]] μὲν δὴ [[ταῦτα]] Aesch. так вот какие были дела; μηδενὶ δὴ εἶναι ταύτην τὴν ἀλήθειαν Plat. в таком случае ни для кого это не будет истиной; τὸ ἔμψυχον δὴ τοῦ ἀψύχου [[δυοῖν]] διαφέρει Arst. итак, одушевленное отличается от неодушевленного двумя признаками; [[ἀνάγκη]] δή … Arst. необходимо, следовательно, …;<br /><b class="num">3)</b> (при прилагательных - усиления) безусловно, вполне: [[μοῦνος]] δὴ πάντων ἀνθρώπων Her. один единственный из людей; πλήθει [[μέγιστος]] δή Thuc. безусловно наиболее многочисленный;<br /><b class="num">4)</b> (усиливающего добавления) сверх того, и даже: ἐς Αἴγυπτον καὶ δὴ καὶ ἐς [[Σάρδις]] Her. в Египет, а также и в Сарды; [[ὑγίεια]] καὶ ἰσχὸς καὶ [[κάλλος]] καὶ [[πλοῦτος]] δή Plat. здоровье, сила, красота, а также богатство;<br /><b class="num">5)</b> (логического перехода) и вот, тогда, стало-быть, итак: [[ἔνθα]] δὴ ἔθεον ἅπαντες Xen. тогда все сбежались;<br /><b class="num">6)</b> (уверенности) конечно, несомненно: τινὰ δὴ μῆτιν ἐρέσσων Soph. обдумывая, несомненно, какой-то план;<br /><b class="num">7)</b> (допущения, уступления, согласия) ладно, ну что же: ἐρώτα. - Ἐρωτῶ δή Plat. спрашивай. - Хорошо, спрошу; δέχου δὲ σύ. - Καὶ δὴ [[δέδεγμαι]] Aesch. согласись. - Ладно, я согласен; [[ἔστω]] δὴ τὸ А τὸ κινοῦν, τὸ δὲ κινούμενον В Arst. допустим, что А есть движущее, а В движимое.
}}
}}