διαπράσσω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[διαπράττω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[διαπράττω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-πράξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], με γεν. <i>διέπρησσον πεδίοιο</i>, πορεύονταν μέσα από την [[πεδιάδα]], διέσχιζαν την [[πεδιάδα]], της Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>δ. κέλευθον</i>, [[ολοκληρώνω]] το [[ταξίδι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για χρόνο, με μτχ., <i>ἤματα διέπρησσον πολεμίζων</i>, περνούσαν οι μέρες πολεμώντας στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διαπρήξαιμι λέγων</i>, ήθελε να τελειώσει λέγοντας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραγματοποιώ]], [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[τακτοποιώ]], σε Ηρόδ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[εκτελώ]] μια [[πράξη]] για [[χάρη]] κάποιου, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με τη [[στενή]] [[έννοια]] της Μέσ., [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου, [[κερδίζω]], έχω [[σκοπιμότητα]], [[επωφελούμαι]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., [[κατορθώνω]] να, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[φέρνω]] σε [[τέλος]], [[καταστρέφω]], [[αποκτείνω]], Λατ. conficere, στη μτχ. Παθ. παρακ. <i>διαπεπραγμένος</i>, σε Τραγ.
}}
}}