3,277,301
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-πράξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], με γεν. <i>διέπρησσον πεδίοιο</i>, πορεύονταν μέσα από την [[πεδιάδα]], διέσχιζαν την [[πεδιάδα]], της Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>δ. κέλευθον</i>, [[ολοκληρώνω]] το [[ταξίδι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για χρόνο, με μτχ., <i>ἤματα διέπρησσον πολεμίζων</i>, περνούσαν οι μέρες πολεμώντας στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διαπρήξαιμι λέγων</i>, ήθελε να τελειώσει λέγοντας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραγματοποιώ]], [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[τακτοποιώ]], σε Ηρόδ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[εκτελώ]] μια [[πράξη]] για [[χάρη]] κάποιου, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με τη [[στενή]] [[έννοια]] της Μέσ., [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου, [[κερδίζω]], έχω [[σκοπιμότητα]], [[επωφελούμαι]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., [[κατορθώνω]] να, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[φέρνω]] σε [[τέλος]], [[καταστρέφω]], [[αποκτείνω]], Λατ. conficere, στη μτχ. Παθ. παρακ. <i>διαπεπραγμένος</i>, σε Τραγ. | |lsmtext='''διαπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-πράξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], με γεν. <i>διέπρησσον πεδίοιο</i>, πορεύονταν μέσα από την [[πεδιάδα]], διέσχιζαν την [[πεδιάδα]], της Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>δ. κέλευθον</i>, [[ολοκληρώνω]] το [[ταξίδι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για χρόνο, με μτχ., <i>ἤματα διέπρησσον πολεμίζων</i>, περνούσαν οι μέρες πολεμώντας στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διαπρήξαιμι λέγων</i>, ήθελε να τελειώσει λέγοντας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραγματοποιώ]], [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[τακτοποιώ]], σε Ηρόδ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[εκτελώ]] μια [[πράξη]] για [[χάρη]] κάποιου, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με τη [[στενή]] [[έννοια]] της Μέσ., [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου, [[κερδίζω]], έχω [[σκοπιμότητα]], [[επωφελούμαι]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., [[κατορθώνω]] να, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[φέρνω]] σε [[τέλος]], [[καταστρέφω]], [[αποκτείνω]], Λατ. conficere, στη μτχ. Παθ. παρακ. <i>διαπεπραγμένος</i>, σε Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπράσσω:''' атт. [[διαπράττω]], эп.-ион. [[διαπρήσσω]]<br /><b class="num">1)</b> тж. med. совершать, исполнять, осуществлять, делать (πάντα τινί Her.; [[ταῦτα]] Arph.; πάγκαλον [[πρᾶγμα]] Plat.; διαπέπρακται ὃ τῶν ἐκείνου προγόνων οὐδεὶς [[πώποτε]] Isocr.): εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα [[οὔτι]] διαπρήξαιμι λέγων Hom. я и за целый год не смог бы пересказать; οἱ ἀνήκεστα διαπεπραγμένοι Arst. совершившие нечто непоправимое; τὰ χρηστήρια διαπρῆξαι Her. привести в исполнение веления оракула;<br /><b class="num">2)</b> завершать путь, проходить ([[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] δ. κέλευθον Hom.): δ. πεδίοιο Hom. проходить равниной;<br /><b class="num">3)</b> доводить до конца, оканчивать (διαπέπρακται ὁ [[πόλεμος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> заниматься делами, работать (πλουτοῦσι, διαπράττουσι, εὐδαιμονοῦσιν Arph.);<br /><b class="num">5)</b> (о времени) проводить: ἤματα διέπρησσον πολεμίζων Hom. дни я проводил в битвах;<br /><b class="num">6)</b> med. добиваться, достигать: πολλὰ δόντες δῶρα διεπράξαντο [[ὥστε]] … Xen. многочисленными подарками они добились того, что …; δ. τι [[παρά]] τινος Xen., Isocr. получить что-л. у кого-л.; διαπράξεσθαι τὴν εἰρήνην Plut. добиться заключения мира; διεπράξατο οἰς Ἥπειρον ἀποσταλῆναι Plut. он добился своей отправки в Эпир;<br /><b class="num">7)</b> med. вести переговоры, договариваться (πρός τινα περί τινος Xen.; δι᾽ ἑρμηνέων Her.);<br /><b class="num">8)</b> pass. гибнуть (στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch.; τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου Soph.): διαπεπράγμεθα Eur. мы погибли; διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων Plut. конец пришел карфагенскому государству. | |||
}} | }} |