3,277,300
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκπληκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]]<br /><b>2.</b> [[θαυμαστός]], [[υπέροχος]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκπληκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]]<br /><b>2.</b> [[θαυμαστός]], [[υπέροχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |