Anonymous

ἐκπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπληκτικός:''' потрясающий, ужасающий ([[θόρυβος]] Thuc.; [[ἀναγνώρισις]] Arst.); наводящий страх (τοῖς ἐχθροῖς Xen.).
}}
}}