Anonymous

ἐκπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκπληκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]]<br /><b>2.</b> [[θαυμαστός]], [[υπέροχος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκπληκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]]<br /><b>2.</b> [[θαυμαστός]], [[υπέροχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ.
}}
}}