ἔλπω: Difference between revisions

991 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔλπω]] και ἐέλπω (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>2.</b> (μέσ., -<i>ομαι</i>)<br />[[ελπίζω]], [[περιμένω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[φοβάμαι]] [[κάτι]] («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[νομίζω]], [[υποθέτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεργητικός]] [[μεταβιβαστικός]] ενεστ. [[έλπω]] [[είναι]] [[υστερογενής]] [[έναντι]] του αρχικού θεματικού ενεστώτος (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, <i>ε</i>(<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, με παρακμ. (<i>F</i>)<i>ε</i>(<i>F</i>)<i>ολπα</i>. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. <i>volup</i>(<i>e</i>) στο <i>volup</i>(<i>e</i>) <i>est</i> «μού [[είναι]] ευχάριστο» [[καθώς]] και με τα ελλ. [[άλπνιστος]] και [[αρπαλέος]]. Παράλληλα [[προς]] το (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i> απαντά και τ. (<i>F</i>)[[έλδομαι]]. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[θέλω]], [[εκλέγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vel</i>-<i>le</i>, γερμ. <i>wollen</i> «[[θέλω]]»)].
|mltxt=[[ἔλπω]] και ἐέλπω (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>2.</b> (μέσ., -<i>ομαι</i>)<br />[[ελπίζω]], [[περιμένω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[φοβάμαι]] [[κάτι]] («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[νομίζω]], [[υποθέτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεργητικός]] [[μεταβιβαστικός]] ενεστ. [[έλπω]] [[είναι]] [[υστερογενής]] [[έναντι]] του αρχικού θεματικού ενεστώτος (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, <i>ε</i>(<i>F</i>)<i>έλπομαι</i>, με παρακμ. (<i>F</i>)<i>ε</i>(<i>F</i>)<i>ολπα</i>. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. <i>volup</i>(<i>e</i>) στο <i>volup</i>(<i>e</i>) <i>est</i> «μού [[είναι]] ευχάριστο» [[καθώς]] και με τα ελλ. [[άλπνιστος]] και [[αρπαλέος]]. Παράλληλα [[προς]] το (<i>F</i>)<i>έλπομαι</i> απαντά και τ. (<i>F</i>)[[έλδομαι]]. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[θέλω]], [[εκλέγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vel</i>-<i>le</i>, γερμ. <i>wollen</i> «[[θέλω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔλπω:'''<b class="num">I.</b> μόνο σε ενεστ., κάνω κάποιον να ελπίζει, <i>πάντας ἔλπει</i>, τρέφει τους πάντες με [[ελπίδα]], τους κάνει να ελπίζουν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ἔλπομαι, Επικ. [[ἐέλπομαι]]· γʹ ενικ. παρατ. [[ἤλπετο]], Επικ. επίσης <i>ἔλπετο</i> και <i>ἐέλπ-</i>· παρακ. [[ἔολπα]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐώλπει]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ελπίζω]], [[προσδοκώ]], [[τρέφω]] ελπίδες, σε Όμηρ., Ηρόδ.· όπως το Αττ. [[ἐλπίζω]],<br /><b class="num">2.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]] με [[ανησυχία]], [[φοβούμαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[υποθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}