Anonymous

ἔλπω: Difference between revisions

From LSJ
255 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔλπω:'''<b class="num">I.</b> μόνο σε ενεστ., κάνω κάποιον να ελπίζει, <i>πάντας ἔλπει</i>, τρέφει τους πάντες με [[ελπίδα]], τους κάνει να ελπίζουν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ἔλπομαι, Επικ. [[ἐέλπομαι]]· γʹ ενικ. παρατ. [[ἤλπετο]], Επικ. επίσης <i>ἔλπετο</i> και <i>ἐέλπ-</i>· παρακ. [[ἔολπα]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐώλπει]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ελπίζω]], [[προσδοκώ]], [[τρέφω]] ελπίδες, σε Όμηρ., Ηρόδ.· όπως το Αττ. [[ἐλπίζω]],<br /><b class="num">2.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]] με [[ανησυχία]], [[φοβούμαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[υποθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἔλπω:'''<b class="num">I.</b> μόνο σε ενεστ., κάνω κάποιον να ελπίζει, <i>πάντας ἔλπει</i>, τρέφει τους πάντες με [[ελπίδα]], τους κάνει να ελπίζουν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ἔλπομαι, Επικ. [[ἐέλπομαι]]· γʹ ενικ. παρατ. [[ἤλπετο]], Επικ. επίσης <i>ἔλπετο</i> και <i>ἐέλπ-</i>· παρακ. [[ἔολπα]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐώλπει]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ελπίζω]], [[προσδοκώ]], [[τρέφω]] ελπίδες, σε Όμηρ., Ηρόδ.· όπως το Αττ. [[ἐλπίζω]],<br /><b class="num">2.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]] με [[ανησυχία]], [[φοβούμαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[υποθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔλπω:''' <b class="num">1)</b> (только praes.) внушать надежду, обнадеживать Hom.;<br /><b class="num">2)</b> med., эп. тж. [[ἐέλπομαι]] Hom., Her., Theocr. = [[ἐλπίζω]] 1-3.
}}
}}