ἐπεισάγω: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν [[μετὰ]] ταῡτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν [[μετὰ]] ταῡτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εισάγω]] [[επιπλέον]], [[φέρνω]] μέσα [[κάτι]] καινούριο, σε Αισχίν. — Μέσ., εισάγομαι [[επιπλέον]], σε Πλάτ.
}}
}}