Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπεισάγω: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=introduire en outre, introduire un nouveau venu <i>ou</i> qch de nouveau;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπεισάγομαι introduire en outre pour soi <i>ou</i> chez soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσάγω]].
|btext=introduire en outre, introduire un nouveau venu <i>ou</i> qch de nouveau;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπεισάγομαι introduire en outre pour soi <i>ou</i> chez soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισάγω]] (Α) [[εισάγω]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] στο [[σπίτι]] δεύτερη σύζυγο ή [[παλλακίδα]] («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] νέο, [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («[[ἄλλην]] ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα [[πανουργία]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]] («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] [[δράμα]] στο [[θέατρο]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν τραγικῶν τῶν [[μετὰ]] ταῡτα ἐπεισαγόντων»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>επεισάγομαι</i><br />[[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου [[εκτός]] από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]], καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
}}
}}