ἐπιλύω: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιλύω]])<br /><b>1.</b> [[λύνω]], [[επιτυγχάνω]] την ορθή [[λύση]] προβλήματος, διαφοράς κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], [[διασαφώ]] («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῑς τὸν λόγον<br />κατ’ ἰδίαν δὲ τοῑς μαθηταῑς αὐτοῡ ἐπέλυε [[πάντα]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] δούλο<br /><b>3.</b> [[διαλύω]] [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εξοφλώ]] [[δάνειο]] ή λογαριασμό<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιλύομαι</i><br />απαλλάσσομαι από [[χρέος]]<br /><b>6.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]] σε κάποιον.
|mltxt=(AM [[ἐπιλύω]])<br /><b>1.</b> [[λύνω]], [[επιτυγχάνω]] την ορθή [[λύση]] προβλήματος, διαφοράς κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], [[διασαφώ]] («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῑς τὸν λόγον<br />κατ’ ἰδίαν δὲ τοῑς μαθηταῑς αὐτοῡ ἐπέλυε [[πάντα]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] δούλο<br /><b>3.</b> [[διαλύω]] [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εξοφλώ]] [[δάνειο]] ή λογαριασμό<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιλύομαι</i><br />απαλλάσσομαι από [[χρέος]]<br /><b>6.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]] σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], [[λύνω]], σε Θεόκρ.· [[απελευθερώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Λουκ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλάτ.· <i>ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς</i>, το [[άνοιγμα]] γραμμάτων, σε Ηρόδ.
}}
}}