ἐπικλύζω: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικλύζω]] (AM)<br /><b>μτφ.</b> [[πιέζω]], [[βαρύνω]], [[στενοχωρώ]] («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] με [[νερό]], [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]] («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις, γεγονότα) [[καλύπτω]], [[καταλαμβάνω]] («[[ἔνοσις]] ἅπασαν [[ἔνοσις]] ἐπικλύσει πόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]], [[αναπληρώνω]] [[κάτι]] που λείπει («νῡν μέν τοι τὸ βασιλικὸν [[χρυσίον]] ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην αὐτοῡ», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ευπορώ]], έχω [[αφθονία]] («τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς πάσας ἐπικλύσαι μᾱλλον ἢ πρότερον», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> βρίσκομαι, [[είμαι]] σε [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
|mltxt=[[ἐπικλύζω]] (AM)<br /><b>μτφ.</b> [[πιέζω]], [[βαρύνω]], [[στενοχωρώ]] («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] με [[νερό]], [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]] («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις, γεγονότα) [[καλύπτω]], [[καταλαμβάνω]] («[[ἔνοσις]] ἅπασαν [[ἔνοσις]] ἐπικλύσει πόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]], [[αναπληρώνω]] [[κάτι]] που λείπει («νῡν μέν τοι τὸ βασιλικὸν [[χρυσίον]] ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην αὐτοῡ», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ευπορώ]], έχω [[αφθονία]] («τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς πάσας ἐπικλύσαι μᾱλλον ἢ πρότερον», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> βρίσκομαι, [[είμαι]] σε [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικλύζω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βρέχω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κατακλύζω]], [[γεμίζω]] νερά, [[πλημμυρίζω]], σε Ευρ.· <i>ἐπ. τινὰ κακοῖς</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., επίσης, [[εξαφανίζω]], [[εξοφλώ]] τα χρέη, [[καλύπτω]] τα έξοδα, σε Αισχίν.
}}
}}