ἐπικλύζω

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλύζω Medium diacritics: ἐπικλύζω Low diacritics: επικλύζω Capitals: ΕΠΙΚΛΥΖΩ
Transliteration A: epiklýzō Transliteration B: epiklyzō Transliteration C: epiklyzo Beta Code: e)piklu/zw

English (LSJ)

A pf. -κέκλῠκα Aeschin.3.173:—overflow, flood, ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνας (v.l. -όνος) κλύζεσκον Il.23.61, cf. Th.3.89, PLond.2.267.112 (ii A.D.); ἐπέκλυζε τὸ πᾶν.. θάλασσα Anon.Oxy.1014.16; τοὺς χυμοὺς οἷον ἐπικλύζοντας τὸ δέρμα, in blushing jaundice, Gal.7.267; . χρυσῷ τὴν λεωφόρον Ps.-Luc.Philopatr.21, cf. Tim.18:—Pass., to be overwhelmed, κύμασι v.l.in Batr.69; πλημυρίσιν Arist.Mu.397a29.
2. metaph., deluge, swamp, πόλιν E.Tr.1327 (lyr.), cf. Theoc.25.201; ἐπέκλυσε θυμὸν ἀνίη δείματι A.R.3.695; ψυχήν Ph.1.91; ἐ. τινὰ κακοῖς Luc.Pseudol.25; φωναῖς ῥητόρων Lib.Decl.50.44; τῷ πλούτῳ πάντα Jul.Or.1.8b:—Pass., ὑπὸ τῶν δυσπραγιῶν Id. ad Them.257c.
3. sweep away in the flood, A.R.1.257: metaph., τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην has merged, i.e. liquidated, the expenses, Aeschin. l.c.
4. Pass., to be poured over, Eun.VSp.476B.
II. intr., overflow, abound, D.S.3.47; πλοῦτος -κλύζων Eun.Hist.p.257 D., cf. D.H.6.17; τινί with a thing, Id.Isoc.14.

German (Pape)

[Seite 950] überschwemmen, überströmen, Thuc. 3, 89; τινά, Luc. Tim. 18; γῆ πλημμυρίσιν ἐπικλυζομένη Arist. mund. 5; τινός, Ael. H. A. 6, 43. Übertr., ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν Eur. Troad. 1328; vgl. Theocr. 25, 201 Πισῆας ἐπικλύζων, ποταμὸς ὥς, λῖς ἄμοτον κεράϊζε, vernichtete; τὸ βασιλικὸν χρυσίον τὴν δαπάνην αὐτοῦ ἐπικέκλυκεν, das Geld überschwemmt den Aufwand, die Verschwendung kann den Schatz nicht erschöpfen, Aesch. 3, 173; vgl. D. Sic. 3, 47. 17, 4. – Intr., ἀθρόαις ἐπικλύζει ταῖς παρισώσεσιν, er sprudelt von Vergleichen über, D. Hsl. de Isocr. 14; im Überfluß vorhanden sein, id. 6, 17.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικλύσω, ao. ἐπέκλυσα, pf. ἐπικέκλυκα;
déborder sur, inonder, acc. ou gén. : fig. ἐπ. τινα κακοῖς LUC inonder qqn de calamités ; δαπάνην ESCHN couvrir ou liquider des dépenses.
Étymologie: ἐπί, κλύζω.

Greek Monolingual

ἐπικλύζω (AM)
μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς», Λουκιαν.)
αρχ.
1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.)
2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις, γεγονότα) καλύπτω, καταλαμβάνωἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν», Ευρ.)
3. καλύπτω, αναπληρώνω κάτι που λείπει («νῦν μέν τοι τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην αὐτοῦ», Αισχίν.)
4. (αμτβ.) ευπορώ, έχω αφθονία («τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς πάσας ἐπικλύσαι μᾶλλον ἢ πρότερον», Διον. Αλ.)
5. βρίσκομαι, είμαι σε αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλύζω «περιβρέχω»].

Greek Monotonic

ἐπικλύζω: μέλ. -ύσω,
1. βρέχω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. μεταφ., κατακλύζω, γεμίζω νερά, πλημμυρίζω, σε Ευρ.· ἐπ. τινὰ κακοῖς, σε Λουκ.
3. μεταφ., επίσης, εξαφανίζω, εξοφλώ τα χρέη, καλύπτω τα έξοδα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλύζω:
1 заливать, наводнять, затоплять (κῦμα ἐπέκλυζε τὴν γῆν Plut.; ἐπικλυζομένη πλημυρίσιν ἡ γῆ Arst.);
2 обрушиваться, заваливать (ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν Eur.; τοσούτοις κακοῖς τινα Luc.);
3 досл. смывать, перен. погашать, оплачивать (δαπάνην Aeschin.).

Middle Liddell

fut. ύσω
1. to overflow, Il., Thuc.
2. metaph. to deluge, swamp, Eur.; ἐπ. τινὰ κακοῖς Luc.
3. metaph., also, to sweep away, liquidate the expenses, Aeschin.

Lexicon Thucydideum

inundare, to flood, inundate, 3.89.4.