ἐπιστάτης: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. επιστάτρια και [[επιστάτισσα]]) (AM [[ἐπιστάτης]], ὁ<br />θηλ. [[ἐπιστάτις]])<br />αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[υπεύθυνος]] για την [[καθαριότητα]] κτηρίου ([[κυρίως]] σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιστάτης]] κτήματος» — ο [[υπεύθυνος]] για την [[καλλιέργεια]] και όλες τις ανάγκες του κτήματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προστάτης]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ή στέκεται από [[πίσω]] για να ζητήσει [[κάτι]], ο [[επαίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που στη [[γραμμή]] της μάχης στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που στη [[σειρά]] έχει άρτιο αριθμό<br /><b>4.</b> αυτός που μετακινείται [[πάνω]] σε μεταφορικό [[μέσο]] (α. «ἁρμάτων ἐπιστάται», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐλεφάντων ἐπιστάται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγός]] («ποιμνίων ἐπιστάταις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πρόεδρος]] τών αγώνων<br /><b>7.</b> [[επόπτης]] εκπαιδεύσεως<br /><b>8.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>9.</b> [[δαμαστής]]<br /><b>10.</b> [[πρόεδρος]] συνελεύσεως<br /><b>11.</b> [[πρόεδρος]] της βουλής και της εκκλησίας ([[μετά]] τον 4ο αιώνα)<br /><b>12.</b> [[επόπτης]] δημόσιων έργων<br /><b>13.</b> [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>14.</b> ο [[πεπειραμένος]], ο [[έμπειρος]]<br /><b>15.</b> [[χάλκινος]] [[τρίποδας]] όπου τοποθετούσαν τη [[χύτρα]] για να βράσουν [[κάτι]]<br /><b>16.</b> [[ξύλο]] όπου κρεμούσαν μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]] «[[στέκομαι]]»)].
|mltxt=ο (θηλ. επιστάτρια και [[επιστάτισσα]]) (AM [[ἐπιστάτης]], ὁ<br />θηλ. [[ἐπιστάτις]])<br />αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[υπεύθυνος]] για την [[καθαριότητα]] κτηρίου ([[κυρίως]] σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιστάτης]] κτήματος» — ο [[υπεύθυνος]] για την [[καλλιέργεια]] και όλες τις ανάγκες του κτήματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προστάτης]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ή στέκεται από [[πίσω]] για να ζητήσει [[κάτι]], ο [[επαίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που στη [[γραμμή]] της μάχης στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που στη [[σειρά]] έχει άρτιο αριθμό<br /><b>4.</b> αυτός που μετακινείται [[πάνω]] σε μεταφορικό [[μέσο]] (α. «ἁρμάτων ἐπιστάται», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐλεφάντων ἐπιστάται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγός]] («ποιμνίων ἐπιστάταις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πρόεδρος]] τών αγώνων<br /><b>7.</b> [[επόπτης]] εκπαιδεύσεως<br /><b>8.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>9.</b> [[δαμαστής]]<br /><b>10.</b> [[πρόεδρος]] συνελεύσεως<br /><b>11.</b> [[πρόεδρος]] της βουλής και της εκκλησίας ([[μετά]] τον 4ο αιώνα)<br /><b>12.</b> [[επόπτης]] δημόσιων έργων<br /><b>13.</b> [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>14.</b> ο [[πεπειραμένος]], ο [[έμπειρος]]<br /><b>15.</b> [[χάλκινος]] [[τρίποδας]] όπου τοποθετούσαν τη [[χύτρα]] για να βράσουν [[κάτι]]<br /><b>16.</b> [[ξύλο]] όπου κρεμούσαν μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]] «[[στέκομαι]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστάτης:''' -ου, ὁ (ἐφίσταμαι),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που στέκεται [[πλησίον]], που είναι δίπλα, [[επαίτης]], [[ικέτης]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[παράταξη]] μάχης, [[πίσω]] από κάποιον ή στο [[τέλος]] της παράταξης ως [[οπισθοφυλακή]] (όπως είναι ο [[παραστάτης]], που στέκεται [[δεξιά]] ή αριστερά, και απ' την [[άλλη]] ο [[προστάτης]], αυτός που βρίσκεται στην πρώτη [[γραμμή]]), σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που στέκεται [[επάνω]] σε, [[αναβάτης]] άρματος, με γεν., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει οριστεί να επιστατεί, [[αρχηγός]], [[διοικητής]], σε Τραγ.· <i>ἐπιστ. Κολωνοῦ</i>, λέγεται για πολιούχο θεό, σε Σοφ.· <i>ἐπ. ἄθλων</i>, [[πρόεδρος]], [[επιμελητής]] αγώνων, [[εκπαιδευτής]], [[παιδαγωγός]], [[παιδονόμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, ο [[πρόεδρος]] των πρυτάνεων της [[βουλῆς]] και της <i>ἐκκλησίας</i>, σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επόπτης]], [[επιτηρητής]], [[επιστάτης]], [[ελεγκτής]], [[υπεύθυνος]] δημοσίων έργων, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χάλκινος]] [[τρίποδας]] που στεκόταν πάνω από τη [[φωτιά]] για το ζεστό [[λουτρό]], σε Αριστοφ.
}}
}}