εὐφραίνω: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὐφραίνω]], Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]], [[προξενώ]] σε κάποιον [[ευφροσύνη]], [[χαροποιώ]], [[καλοκαρδίζω]] (α. «με το [[τραγούδι]] σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.<br />β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> και <b>μέσ.</b> <i>ευφραίνομαι</i><br />[[αισθάνομαι]] [[ευφροσύνη]], [[γεμίζω]] [[χαρά]] (α. «απ' την [[άνοιξη]], που εγύρισε, [[ουρανός]] και γης ευφράνθη», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος [[ὥσπερ]] ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[χαίρομαι]] («[[μόλις]] [[εἶδον]] πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῑστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ [[καρδία]] μου», Πρόδρ.).
|mltxt=(ΑΜ [[εὐφραίνω]], Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]], [[προξενώ]] σε κάποιον [[ευφροσύνη]], [[χαροποιώ]], [[καλοκαρδίζω]] (α. «με το [[τραγούδι]] σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.<br />β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> και <b>μέσ.</b> <i>ευφραίνομαι</i><br />[[αισθάνομαι]] [[ευφροσύνη]], [[γεμίζω]] [[χαρά]] (α. «απ' την [[άνοιξη]], που εγύρισε, [[ουρανός]] και γης ευφράνθη», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος [[ὥσπερ]] ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[χαίρομαι]] («[[μόλις]] [[εἶδον]] πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῑστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ [[καρδία]] μου», Πρόδρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφραίνω:''' Επικ. ἐϋ-φρ-, μέλ. Αττ. <i>εὐφρᾰνῶ</i>, Ιων. και Επικ. <i>εὐφρανέω</i>, [[ἐϋφρανέω]]· αόρ. αʹ <i>ἔφρᾱνα</i> ή <i>ηὔφρ-</i>, Επικ. [[εὔφρηνα]] — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>εὐφρᾰνοῦμαι</i>, Ιων. βʹ ενικ. <i>εὐφράνεαι</i>, Παθ. <i>εὐφρανθήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>εὐφράνθην</i> ή <i>ηὐ-</i> ([[εὔφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευθυμώ]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]], [[ευαρεστώ]], [[καλοκαρδίζω]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[χαρούμενος]], ευαρεστούμαι, τέρπομαι, ευχαριστιέμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Αριστοφ.· <i>ἔν τινι</i>, [[διά]] τινος, ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εὐφράνθη [[ἰδών]], αγαλλίασε όταν αντίκρυσε, σε Πίνδ.
}}
}}