Anonymous

εὐφραίνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφραίνω:''' Επικ. ἐϋ-φρ-, μέλ. Αττ. <i>εὐφρᾰνῶ</i>, Ιων. και Επικ. <i>εὐφρανέω</i>, [[ἐϋφρανέω]]· αόρ. αʹ <i>ἔφρᾱνα</i> ή <i>ηὔφρ-</i>, Επικ. [[εὔφρηνα]] — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>εὐφρᾰνοῦμαι</i>, Ιων. βʹ ενικ. <i>εὐφράνεαι</i>, Παθ. <i>εὐφρανθήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>εὐφράνθην</i> ή <i>ηὐ-</i> ([[εὔφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευθυμώ]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]], [[ευαρεστώ]], [[καλοκαρδίζω]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[χαρούμενος]], ευαρεστούμαι, τέρπομαι, ευχαριστιέμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Αριστοφ.· <i>ἔν τινι</i>, [[διά]] τινος, ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εὐφράνθη [[ἰδών]], αγαλλίασε όταν αντίκρυσε, σε Πίνδ.
|lsmtext='''εὐφραίνω:''' Επικ. ἐϋ-φρ-, μέλ. Αττ. <i>εὐφρᾰνῶ</i>, Ιων. και Επικ. <i>εὐφρανέω</i>, [[ἐϋφρανέω]]· αόρ. αʹ <i>ἔφρᾱνα</i> ή <i>ηὔφρ-</i>, Επικ. [[εὔφρηνα]] — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>εὐφρᾰνοῦμαι</i>, Ιων. βʹ ενικ. <i>εὐφράνεαι</i>, Παθ. <i>εὐφρανθήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>εὐφράνθην</i> ή <i>ηὐ-</i> ([[εὔφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευθυμώ]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]], [[ευαρεστώ]], [[καλοκαρδίζω]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[χαρούμενος]], ευαρεστούμαι, τέρπομαι, ευχαριστιέμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Αριστοφ.· <i>ἔν τινι</i>, [[διά]] τινος, ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εὐφράνθη [[ἰδών]], αγαλλίασε όταν αντίκρυσε, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφραίνω:''' эп. ἐϋφραίνω (fut. εὐφρᾰνῶ, aor. ион. εὔφρανα; pass.: fut. εὐφρανθήσομαι, aor. ηὐφράνθην)<br /><b class="num">1)</b> радовать, веселить (τινὰ ἐπέεοι, νόημά τινος Hom.; θυμόν τινος Pind.; τινὰ διά τι Plat.); pass. радоваться, веселиться, быть довольным (τινι Pind., Plat., NT; ἐπί τινι Arph., Xen., NT; διά и [[ἀπό]] τινος Xen.; ἐπί τι и ἔν τινι NT): [[μηδέν]] τι [[μᾶλλον]] ἢ νοσῶν εὐφραίνεται Soph. его настроение нисколько не улучшилось после болезни;<br /><b class="num">2)</b> доставлять удовольствие, быть приятным (ὁ λιβανωτὸς ἀπολλύμενος εὐφραίνει Arst.).
}}
}}