ζημία: Difference between revisions

1,494 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζημία]] και εζημία, η (AM [[ζημία]], Μ και εζημία<br />Α και δωρ. τ. [[ζαμία]])<br /><b>1.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[φθορά]], [[καταστροφή]]<br />(«οι ζημιές από την [[πλημμύρα]] ήταν πολύ μεγάλες»)<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («ἀγνοοῡσι γἀρ ζημίαν ἀδικίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απώλεια]] αξίας [[χωρίς]] [[αντιστάθμισμα]] («η [[επιχείρηση]] άφησε μεγάλες ζημιές»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] σε [[ζημία]]» — με βρίσκει [[συμφορά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναποδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίδω]] ζημίαν» ή «πολεμῶ ζημίαν» ή «[[γυρίζω]] ζημίαν» — [[κάνω]] [[κακό]], [[κάνω]] [[ζημιά]] σε κάποιον, [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χρηματική [[ποινή]], [[πρόστιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως υβριστική [[λέξη]]) [[άνθρωπος]] [[μηδαμινός]]<br /><b>2.</b> [[έξοδο]], [[δαπάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως η λ. συνδέεται με τα [[ζήλος]], [[ζητώ]], [[δίζημαι]] «[[επιζητώ]], [[προσπαθώ]], [[επιδιώκω]]»].
|mltxt=και [[ζημία]] και εζημία, η (AM [[ζημία]], Μ και εζημία<br />Α και δωρ. τ. [[ζαμία]])<br /><b>1.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[φθορά]], [[καταστροφή]]<br />(«οι ζημιές από την [[πλημμύρα]] ήταν πολύ μεγάλες»)<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («ἀγνοοῡσι γἀρ ζημίαν ἀδικίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απώλεια]] αξίας [[χωρίς]] [[αντιστάθμισμα]] («η [[επιχείρηση]] άφησε μεγάλες ζημιές»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] σε [[ζημία]]» — με βρίσκει [[συμφορά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναποδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίδω]] ζημίαν» ή «πολεμῶ ζημίαν» ή «[[γυρίζω]] ζημίαν» — [[κάνω]] [[κακό]], [[κάνω]] [[ζημιά]] σε κάποιον, [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χρηματική [[ποινή]], [[πρόστιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως υβριστική [[λέξη]]) [[άνθρωπος]] [[μηδαμινός]]<br /><b>2.</b> [[έξοδο]], [[δαπάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως η λ. συνδέεται με τα [[ζήλος]], [[ζητώ]], [[δίζημαι]] «[[επιζητώ]], [[προσπαθώ]], [[επιδιώκω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζημία:''' Δωρ. ζᾱμία, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[ζημιά]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. [[damnum]], αντίθ. προς το [[κέρδος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ζημίαν [[λαβεῖν]], [[υφίσταμαι]] [[ζημία]], [[απώλεια]], [[βλάβη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρηματικό [[πρόστιμο]], χρηματική [[ποινή]]· <i>ζημίην ἀποτίνειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὀφείλειν</i>, στον ίδ.· <i>καταβάλλειν</i>, σε Δημ.· [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], επιβάλλεται χρηματικό [[πρόστιμο]] ύψους ενός στατήρα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ποινή]]· [[ζημία]] ἐπιτιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· [[ζημία]] πρόσκειταί τινι, σε Ξεν.· <i>θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>τάττειν</i>, [[καθορίζω]] ως [[ποινή]] τον θάνατο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> <i>φανερὰ ζᾱμία</i>, καθαρή [[βλάβη]], αληθινή [[απώλεια]], σκέτη [[ζημιά]], [[άνθρωπος]] [[τιποτένιος]] ([[φράση]] υβριστική ή χλευαστική), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}