3,276,932
edits
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζημία:''' Δωρ. ζᾱμία, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[ζημιά]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. [[damnum]], αντίθ. προς το [[κέρδος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ζημίαν [[λαβεῖν]], [[υφίσταμαι]] [[ζημία]], [[απώλεια]], [[βλάβη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρηματικό [[πρόστιμο]], χρηματική [[ποινή]]· <i>ζημίην ἀποτίνειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὀφείλειν</i>, στον ίδ.· <i>καταβάλλειν</i>, σε Δημ.· [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], επιβάλλεται χρηματικό [[πρόστιμο]] ύψους ενός στατήρα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ποινή]]· [[ζημία]] ἐπιτιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· [[ζημία]] πρόσκειταί τινι, σε Ξεν.· <i>θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>τάττειν</i>, [[καθορίζω]] ως [[ποινή]] τον θάνατο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> <i>φανερὰ ζᾱμία</i>, καθαρή [[βλάβη]], αληθινή [[απώλεια]], σκέτη [[ζημιά]], [[άνθρωπος]] [[τιποτένιος]] ([[φράση]] υβριστική ή χλευαστική), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ζημία:''' Δωρ. ζᾱμία, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[απώλεια]], [[βλάβη]], [[ζημιά]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. [[damnum]], αντίθ. προς το [[κέρδος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ζημίαν [[λαβεῖν]], [[υφίσταμαι]] [[ζημία]], [[απώλεια]], [[βλάβη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρηματικό [[πρόστιμο]], χρηματική [[ποινή]]· <i>ζημίην ἀποτίνειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ὀφείλειν</i>, στον ίδ.· <i>καταβάλλειν</i>, σε Δημ.· [[ζημία]] ἐπίκειται [[στατήρ]], επιβάλλεται χρηματικό [[πρόστιμο]] ύψους ενός στατήρα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ποινή]]· [[ζημία]] ἐπιτιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· [[ζημία]] πρόσκειταί τινι, σε Ξεν.· <i>θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>τάττειν</i>, [[καθορίζω]] ως [[ποινή]] τον θάνατο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> <i>φανερὰ ζᾱμία</i>, καθαρή [[βλάβη]], αληθινή [[απώλεια]], σκέτη [[ζημιά]], [[άνθρωπος]] [[τιποτένιος]] ([[φράση]] υβριστική ή χλευαστική), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζημία -ας, ἡ, Ion. ζημίη, Dor. ζᾱμία schade, verlies:; ὅστις ἐποίεις ζημίαν jij, die schade toebracht Aristoph. Pl. 1124; μὴ τὸ μὲν λαβεῖν κέρδος εἶναι νομίζετε, τὸ δ ’ ἀναλῶσαι ζημίαν jullie moeten niet denken dat ontvangen gelijk is aan winst, en uitgeven slechts verlies Isocr. 3.50; uitbr. schadepost: overdr.. τοὺς ἀδελφοὺς ζημίαν ἡγεῖσθαι zijn broers als verliespost beschouwen Xen. Mem. 2.3.2; τίς δ ’ οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο φανηρὰν ζαμίαν; wie is zo dwaas dat hij jullie wil kopen: zo’n evidente miskoop? Aristoph. Ach. 737. geldboete:. ζημίην ἀποτίνειν een boete betalen Hdt. 2.65.5; ἱρὴν ζημίην... τῷ Ἀπόλλωνι ὀφείλειν een heilige boete aan Apollo moeten betalen Hdt. 3.52.1. uitbr. straf, bestraffing:, τούτοισι... ταύτην τὴν ζημίην ἐπέθηκαν aan hen hebben zij die straf opgelegd Hdt. 1.144.3; θάνατον ζημίαν προτιθέναι of τάττειν of ἐπιτίθεσθαι de doodstraf opleggen, pass..; θύσαντι θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται voor wie offert is de doodstraf vastgesteld Hdt. 2.38.3; ἐφ ’ οἷς οὐκ ἔστι θάνατος ἡ ζημία voor wie de doodstraf niet geldt Plat. Prot. 325b; met gen.. τῶν... ἑκουσίων ἁμαρτημάτων μείζους τὰς ζημίας θήσομεν voor vrijwillig begane misstappen zullen wij de straffen zwaarder maken Plat. Lg. 860e. | |||
}} | }} |