3,273,145
edits
(16) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θαυμαστός]], Μ και [[θαμαστός]], Α ιων. τ. θωμαστός, -ή, -όν) [[θαυμάζω]]<br />αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, [[αξιοθαύμαστος]], [[θαυμάσιος]], [[εξαίρετος]] (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ.<br />β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[θαυμαστός]] [[πατήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσβάστακτος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> <i>ό [[θαυμαστός]]<br />ο [[γίγαντας]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά θαυμαστά</i><br />α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα<br />β) αξιοθέατα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που δημιουργεί απορίες, [[παράξενος]] ή [[παράλογος]], [[πρωτοφανής]] («θαυμαστά καὶ γελοῑα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αξιολάτρευτος («[[οὐδείς]] μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαυμαστώς</i> και <i>θαυμαστά</i> (AM θαυμαστῶς και θαυμαστά)<br />με τρόπο θαυμαστό, αξιοθαύμαστα, υπέροχα, εκπληκτικά. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[θαυμαστός]], Μ και [[θαμαστός]], Α ιων. τ. θωμαστός, -ή, -όν) [[θαυμάζω]]<br />αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, [[αξιοθαύμαστος]], [[θαυμάσιος]], [[εξαίρετος]] (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ.<br />β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[θαυμαστός]] [[πατήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσβάστακτος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> <i>ό [[θαυμαστός]]<br />ο [[γίγαντας]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά θαυμαστά</i><br />α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα<br />β) αξιοθέατα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που δημιουργεί απορίες, [[παράξενος]] ή [[παράλογος]], [[πρωτοφανής]] («θαυμαστά καὶ γελοῑα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αξιολάτρευτος («[[οὐδείς]] μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαυμαστώς</i> και <i>θαυμαστά</i> (AM θαυμαστῶς και θαυμαστά)<br />με τρόπο θαυμαστό, αξιοθαύμαστα, υπέροχα, εκπληκτικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θαυμαστός:''' Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, -ή, -όν ([[θαυμάζω]])· [[έξοχος]], [[υπέροχος]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]], σε Πλάτ.· με γεν., <i>θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας</i>, σε Πλούτ.· με δοτ., <i>πλήθει</i>, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν [[ὅσον]], Λατ. mirum [[quantum]], σε Πλάτ., κ.λπ.· <i>θαυμαστὸν ἡλίκον</i>, σε Δημ.· Επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[θαυμαστῶς]] ὡς [[σφόδρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Πίνδ., Σοφ. | |||
}} | }} |