Anonymous

θαυμαστός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαυμαστός:''' Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, -ή, -όν ([[θαυμάζω]])· [[έξοχος]], [[υπέροχος]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]], σε Πλάτ.· με γεν., <i>θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας</i>, σε Πλούτ.· με δοτ., <i>πλήθει</i>, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν [[ὅσον]], Λατ. mirum [[quantum]], σε Πλάτ., κ.λπ.· <i>θαυμαστὸν ἡλίκον</i>, σε Δημ.· Επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[θαυμαστῶς]] ὡς [[σφόδρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''θαυμαστός:''' Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, -ή, -όν ([[θαυμάζω]])· [[έξοχος]], [[υπέροχος]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]], σε Πλάτ.· με γεν., <i>θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας</i>, σε Πλούτ.· με δοτ., <i>πλήθει</i>, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν [[ὅσον]], Λατ. mirum [[quantum]], σε Πλάτ., κ.λπ.· <i>θαυμαστὸν ἡλίκον</i>, σε Δημ.· Επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[θαυμαστῶς]] ὡς [[σφόδρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμαστός:''' ион. θωϋμαστός и [[θωμαστός]] 3<br /><b class="num">1)</b> достойный удивления, удивительный, изумительный, замечательный (ἔργα Her., NT; [[στρατός]] Pind.; [[ἀνήρ]] Plat.; [[σημεῖον]] NT): θ. τό [[κάλλος]] Plat. замечательно красивый; θ. ὁ ἀνὴρ τῆς εὐσταθείας Plut. человек с удивительным самообладанием;<br /><b class="num">2)</b> удивительный, странный, непонятный: οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν [[ἐμοί]] Soph. ничто из этого меня не удивляет; θαυμαστὸν ποιεῖς Xen. странно ты поступаешь;<br /><b class="num">3)</b> нелепый (θαυμαστὰ καὶ γελοῖα Plat.): ὦ θαυμαστέ! ирон.-ласк. Plat. ах ты чудак!
}}
}}